«Είσαι καλά;» ρώτησε. Όπως έγειρε από τη σέλα με το ψηλό μπροστάρι, οι φούστες της μετακινήθηκαν και αποκάλυψαν τα πόδια της, όμως αυτή ανησυχούσε τόσο για τη φίλη της, ώστε σχεδόν δεν το πρόσεξε.
Χρειάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση, και η Αβιέντα τινάχτηκε και σήκωσε το βλέμμα πάνω της. «Καλά; Και βέβαια είμαι».
«Άφησέ με να μιλήσω στις Σοφές, Αβιέντα. Είμαι σίγουρη ότι θα τις πείσω πως δεν μπορούν έτσι απλά να σε αναγκάζουν...» Δεν μπορούσε να το πει, εδώ στο πλήθος που θα το άκουγαν όλοι.
«Ακόμα αυτό σε ανησυχεί;» Η Αβιέντα έστρωσε το γκρίζο επώμιό της και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. «Τα έθιμά σας ακόμα μου φαίνονται πολύ παράξενα». Το βλέμμα της τραβήχτηκε πάλι στον Ραντ σαν σιδερένια ρινίσματα που τα τραβούσε μαγνήτης.
«Δεν χρειάζεται να τον φοβάσαι».
«Κανέναν άνδρα δεν φοβάμαι», είπε κοφτά η άλλη γυναίκα, ενώ γαλαζοπράσινη φωτιά ξεπήδησε από τα μάτια της. «Δεν θέλω να τσακωθούμε, Εγκουέν, αλλά δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα».
Η Εγκουέν αναστέναξε. Η Αβιέντα μπορεί να ήταν φίλη της, αλλά ήταν ικανή να τη χαστουκίσει, αν ένιωθε μεγάλη προσβολή. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήξερε αν και η ίδια θα το παραδεχόταν. Το όνειρο της Αβιέντα ήταν τόσο οδυνηρό που δεν είχε μπορέσει να το παρακολουθήσει για πολύ. Ήταν γυμνή και φορούσε μόνο το φιλντισένιο βραχιόλι, που έμοιαζε να τη βαραίνει σαν να ζύγιζε εκατό κιλά, και έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε μια πεδιάδα όλο σκασμένο ξερό πηλό. Και πίσω της ερχόταν ο Ραντ, ένας γίγαντας διπλάσιος από Ογκιρανό, καβάλα σ’ ένα πελώριο Τζήντ’εν, που αργά αλλά αναπόφευκτα την πλησίαζε.
Αλλά δεν μπορούσες να πεις σε μια φίλη σου ότι έλεγε ψέματα. Το πρόσωπο της Εγκουέν κοκκίνισε λιγάκι. Ειδικά όταν θα έπρεπε να της πεις από πού το είχες καταλάβει. Τότε σίγουρα θα με χαστούκιζε. Δεν θα το ξανακάνω. Δεν ξανατριγυρνώ στα όνειρα του κόσμου. Τουλάχιστον όχι στα όνειρα της Αβιέντα. Δεν ήταν σωστό να κατασκοπεύεις τα όνειρα φίλων. Όχι ότι ήταν κατασκοπεία, αλλά...
Το πλήθος γύρω από τον Ραντ διαλυόταν. Αυτός ανέβηκε με άνεση στη σέλα και αμέσως ο Νατάελ τον μιμήθηκε. Όμως μια εμπόρισσα, με πλατύ πρόσωπο και φλογάτα μαλλιά, που φορούσε μια περιουσία σε δουλεμένο χρυσάφι, κομμένα πετράδια και σμιλεμένο φίλντισι, έμεινε πίσω. «Καρ’α’κάρν, σκοπεύεις να φύγεις παντοτινά από την Τρίπτυχη Γη;»
Ακούγοντάς το οι άλλοι, σταμάτησαν και γύρισαν πίσω. Σιωπή απλώθηκε σαν κυματάκια με μουρμουρίσματα που έλεγαν ποια ήταν η ερώτηση.
Για μια στιγμή, έμεινε σιωπηλός κι ο Ραντ, κοιτώντας γύρω του, καθώς τα πρόσωπα στρέφονταν να τον κοιτάξουν. Στο τέλος είπε, «Ελπίζω να επιστρέψω, αλλά ποιος ξέρει να πει τι θα συμβεί; Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει». Δίστασε, μ’ όλα τα βλέμματα πάνω του. «Αλλά θα σας αφήσω κάτι να με θυμάστε», πρόσθεσε, χώνοντας το χέρι στην τσέπη του σακακιού του.
Ξαφνικά ένα σιντριβάνι ζωντάνεψε κοντά στη Στέγη και το νερό ξεχύθηκε από τα στόματα των αταίριαστων χελωνών που στέκονταν στις ουρές τους. Πιο πέρα, το άγαλμα ενός νεαρού άνδρα με κέρας υψωμένο στον ουρανό ξαφνικά άφησε μια βεντάλια από λεπτούς πίδακες κι ύστερα δυο πέτρινες γυναίκες πιο πίσω έβγαλαν νερό από τα χέρια τους. Έκθαμβοι, ασάλευτοι, οι Αελίτες έμειναν να βλέπουν, καθώς όλα τα σιντριβάνια του Ρουίντιαν λειτουργούσαν ξανά.
«Θα ’πρεπε να το έχω κάνει από καιρό». Σίγουρα το μουρμουρητό του Ραντ δεν απευθυνόταν σε άλλους, όμως μέσα στη σιγή η Εγκουέν τον άκουσε καθαρά. Ο μόνος άλλος ήχος ήταν το πλατσούρισμα εκατοντάδων σιντριβανιών. Ο Νατάελ σήκωσε τους ώμους σαν να μην περίμενε τίποτα λιγότερο.
Η Εγκουέν κοίταζε τον Ραντ, όχι τα σιντριβάνια. Τον άνδρα που μπορούσε να διαβιβάσει. Ο Ραντ. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, είναι ακόμα ο Ραντ. Αλλά κάθε φορά που τον έβλεπε να το κάνει αυτό, ήταν σαν να μάθαινε ξανά ότι αυτός ήταν ο Ραντ. Μεγαλώνοντας, της είχαν μάθει ότι μόνο ο Σκοτεινός ήταν φοβερότερος από έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Ίσως η Αβιέντα έχει δίκιο που τον φοβάται.
Όταν όμως το βλέμμα της Εγκουέν έπεσε στην Αβιέντα, είδε το πρόσωπό της να λάμπει με απροκάλυπτο θαυμασμό· το άφθονο νερό έφερνε ευφορία στην Αελίτισσα, όπως θα ένιωθε η Εγκουέν για το καλύτερο μεταξωτό φόρεμα ή για έναν κήπο με ολάνθιστα λουλούδια.
«Είναι ώρα να ξεκινήσουμε», ανακοίνωσε ο Ραντ, βάζοντας το άλογό του να κατευθυνθεί δυτικά. «Όποιος δεν είναι έτοιμος, να τρέξει να μας προφτάσει». Ο Νατάελ τον ακολούθησε από κοντά πάνω στο μουλάρι του. Γιατί άραγε ο Ραντ άφηνε έναν τέτοιο συκοφάντη κοντά του;