Οι αρχηγοί φατρίας αμέσως άρχισαν να δίνουν εντολές, και η φασαρία δεκαπλασιάστηκε. Κόρες και Αναζητητές Νερού χίμηξαν μπροστά, ενώ άλλες Φαρ Ντάραϊς Μάι σχημάτισαν κλοιό γύρω από τον Ραντ ως τιμητική φρουρά, περικλείοντας συμπτωματικά και τον Νατάελ. Η Αβιέντα προχωρούσε με πλατιά βήματα πλάι στον Τζήντ’εν, δίπλα στον αναβολέα του Ραντ, συναγωνιζόμενη με άνεση τους διασκελισμούς του αλόγου παρά τα ογκώδη φουστάνια της.
Η Εγκουέν πήρε θέση πλάι στον Ματ, πίσω από τον Ραντ και την κουστωδία του, και συνοφρυώθηκε. Η φίλη της είχε πάλι εκείνη τη βλοσυρή, αποφασισμένη όψη, λες και ήταν αναγκασμένη να βάλει το χέρι στη φωλιά με τις οχιές. Κάτι πρέπει να κάνω για να τη βοηθήσω. Η Εγκουέν όταν έπιανε ένα πρόβλημα δεν το παρατούσε.
Η Μουαραίν βολεύτηκε στη σέλα της και χάιδεψε τον κυρτωμένο λαιμό της Αλντίμπ με το γαντοφορεμένο χέρι της, αλλά δεν ακολούθησε αμέσως τον Ραντ. Ο Χάντναν Καντίρ έφερνε τις άμαξές του από το δρόμο, οδηγώντας ο ίδιος την πρώτη άμαξα. Κανονικά έπρεπε να τον είχε βάλει να διαλύσει την άμαξα για να χωρά φορτίο, όπως είχε κάνει και με μια άλλη ίδια που είχε· ο έμπορος φοβόταν τόσο και τη Μουαραίν και τις Άες Σεντάι, που θα το έκανε. Η πόρτα τερ’ανγκριάλ ήταν γερά δεμένη στην άμαξα, η οποία βρισκόταν ακριβώς πίσω από αυτή του Καντίρ, με το μουσαμά σφιχτοδεμένο πάνω της για να μην πέσει άλλος κανείς κατά λάθος. Μια μακριά σειρά Αελιτών ― Σέια Ντουν, Μαύρα Μάτια― προχωρούσαν δεξιά κι αριστερά του καραβανιού.
Ο Καντίρ της έκανε μια υπόκλιση από το κάθισμα του οδηγού, υψώνοντας το καπέλο του, όμως το βλέμμα εκείνης ακολούθησε τη σειρά των αμαξών και έφτασε ως τη μεγάλη πλατεία που περικύκλωνε το δάσος από λεπτές γυάλινες κολόνες, που αστραφτοβολούσαν στο πρωινό φως. Αν μπορούσε, θα έπαιρνε ό,τι είχε και δεν είχε η πλατεία, αντί για το μικρό μέρος τους που χωρούσε στις άμαξες. Μερικά παραήταν μεγάλα. Όπως οι τρεις δακτύλιοι από θαμπό γκρίζο μέταλλο, που είχαν διάμετρο πάνω από δύο βήματα, στέκονταν στην κόψη τους και ενώνονταν στη μέση. Γύρω από κείνο είχε βάλει να απλώσουν ένα πλεχτό δερμάτινο σκοινί, ως προειδοποίηση για να μην μπει κανείς χωρίς την άδεια των Σοφών. Όχι βέβαια ότι ήταν πιθανόν να μπει κανείς Μονάχα οι αρχηγοί φατρίας και οι Σοφές πατούσαν πόδι σε κείνη την πλατεία χωρίς να νιώσουν άβολα· μόνο οι Σοφές άγγιζαν τα αντικείμενα, και μάλιστα επιδεικνύοντας τη σωστή δόση επιφυλακτικότητας.
Επί αναρίθμητα χρόνια η δεύτερη δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονταν οι Αελίτισσες που ήθελαν να γίνουν Σοφές, ήταν ότι έπρεπε να μπουν στο δάσος των λαμπερών γυάλινων στηλών, κι έβλεπαν ακριβώς αυτό που έβλεπαν και οι άνδρες. Επιζούσαν περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες —κατά την Μπάιρ, ο λόγος ήταν ότι οι γυναίκες ήταν πιο σκληροτράχηλες· κατά την Άμυς, ότι εκείνες που ήταν αδύναμες και δεν θα επιζούσαν είχαν ήδη ξεδιαλεχτεί, προτού φτάσουν εκεί — αλλά δεν ήταν τίποτα βέβαιο. Όσες επιζούσαν, δεν σημαδεύονταν. Οι Σοφές ισχυρίζονταν ότι μόνο οι άνδρες χρειάζονταν σημάδια που να τα βλέπουν με τα μάτια τους· για μια γυναίκα, αρκούσε που είχε επιζήσει.
Η πρώτη δοκιμασία, το πρώτο ξεδιάλεγμα, προτού αρχίσει καν η εκπαίδευση, ήταν να περάσουν από έναν απ’ αυτούς τους τρεις δακτυλίους. Δεν είχε σημασία ποιον απ’ τους τρεις ή ίσως η επιλογή ήταν ζήτημα της μοίρας. Το βήμα έμοιαζε να περνά πολλές φορές την Αελίτισσα από τη ζωή της, με το μέλλον της να απλώνεται μπροστά της, όλα τα πιθανά μέλλοντα βάσει κάθε επιλογής που ίσως έκανε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ένα από τα ενδεχόμενα ήταν ο θάνατος· μερικές γυναίκες δεν μπορούσαν να αποδεχθούν το μέλλον, όπως μερικές δεν μπορούσαν να αποδεχθούν το παρελθόν. Φυσικά, το μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα πιθανά μέλλοντα. Ως επί το πλείστον αναμιγνύονταν και ξεθώριαζαν, όμως η γυναίκα που είχε μπει κέρδιζε μια αίσθηση των πραγμάτων που θα συνέβαιναν στη ζωή της, που έπρεπε να συμβούν, που ίσως έμελλε να συμβούν. Συνήθως ακόμα κι αυτό της ήταν κρυμμένο μέχρι που έφτανε σε κείνη τη στιγμή. Όχι όμως πάντα. Η Μουαραίν είχε περάσει απ’ αυτούς τους δακτυλίους.
Ένα κουταλάκι ελπίδα και μια κούπα απελπισία, σκέφτηκε.
«Δεν μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι», είπε ο Λαν. Την κοίταζε από ψηλά, ψηλός καθώς ήταν και καθισμένος στη σέλα του Μαντάρμπ, με την ανησυχία να γεμίζει ρυτίδες τις άκρες των ματιών του. Γι’ αυτόν, ήταν αντίστοιχο με την απροκάλυπτη αίσθηση αγωνίας που θα έδειχνε κάποιος άλλος στη θέση του.
Οι Αελίτες χύνονταν δεξιά κι αριστερά από τα άλογα των δυο τους, και μαζί γκαϊ’σάιν με φορτωμένα υποζύγια. Η Μουαραίν ξαφνιάστηκε, όταν κατάλαβε ότι είχαν περάσει οι υδροφόρες άμαξες του Καντίρ· δεν είχε καταλάβει ότι ατένιζε την πλατεία τόση ώρα.