«Πώς έτσι;» τον ρώτησε, στρίβοντας τη φοράδα της για να ακολουθήσει το λεφούσι. Ο Ραντ και η συνοδεία του είχαν ήδη βγει από την πόλη.
«Ταραγμένη», είπε εκείνος ωμά, χωρίς έκφραση τώρα στο όμοιο με βράχο πρόσωπό του. «Φοβισμένη. Ποτέ δεν σ’ έχω δει φοβισμένη, ακόμα κι όταν έπεφτε πάνω μας μια θάλασσα Τρόλοκ και Μυρντράαλ, ακόμα κι όταν έμαθες ότι οι Αποδιωγμένοι είχαν ξεφύγει και ο Σαμαήλ ήταν σχεδόν δίπλα μας. Πλησιάζει το τέλος;»
Εκείνη τινάχτηκε και αμέσως ευχήθηκε να μην είχε αντιδράσει. Ο Λαν κοίταζε ίσια μπροστά του, πάνω από τα αυτιά του αλόγου του, όμως ποτέ δεν του ξέφευγε κάτι. Η Μουαραίν νόμιζε μερικές φορές ότι ο Πρόμαχος έβλεπε ένα φύλλο που έπεφτε πίσω από την πλάτη του. «Εννοείς την Τάρμον Γκάι’ντον; Ρώτα καλύτερα τα κοκκινοπούλια στο Σελάισιν, όχι εμένα. Το Φως να δώσει να μην είναι έτσι, όσο είναι γερές όλες οι σφραγίδες». Τις δύο δικές της σφραγίδες τις είχε βάλει σε μια άμαξα του Καντίρ και η καθεμιά ήταν προσεκτικά τοποθετημένη σε χωριστό βαρέλι, γεμάτο μαλλί. Είχε φροντίσει να μην τις φορτώσουν στην ίδια άμαξα που είχε και την πόρτα από κοκκινόπετρα.
«Τι άλλο;» τη ρώτησε εκείνος αργά, χωρίς ακόμα να την κοιτάζει, και η Μουαραίν μετάνιωσε που είχε μιλήσει. «Έχεις γίνει ― ανυπόμονη. Θυμάμαι που κάποτε μπορούσες να περιμένεις βδομάδες για μια μικρή πληροφορία, για μια λέξη, χωρίς να αδημονείς, αλλά τώρα―» Τότε γύρισε και την κοίταξε με τα γαλανά μάτια του, που θα έκαναν τις περισσότερες γυναίκες να φοβηθούν. Και τους περισσότερους άνδρες επίσης. «Ο όρκος που έδωσες στο αγόρι, Μουαραίν. Μα το Φως, τι σ’ έπιασε;»
«Συνεχώς απομακρύνεται από μένα, Λαν, και πρέπει να είμαι κοντά του. Χρειάζεται την όποια καθοδήγηση μπορώ να του προσφέρω, και θα κάνω τα πάντα, εκτός του να μοιραστώ το κρεβάτι του, για να τη δεχθεί». Οι δακτύλιοι της είχαν πει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Όχι ότι το είχε σκεφτεί ποτέ σοβαρά —ακόμα και η ιδέα τη σοκάριζε!― αλλά στους δακτυλίους ήταν πιθανό ή βέβαιο πως θα το συλλογιζόταν στο μέλλον. Μάλλον ήταν ένδειξη της απελπισίας της που δυνάμωνε, και στους δακτυλίους είχε δει πως κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τα πάντα. Ευχήθηκε να θυμόταν το πώς —ό,τι μάθαινε για τον Ραντ αλ’Θόρ της πρόσφερε απαντήσεις― αλλά στο μυαλό της είχε απομείνει μονάχα το απλό γεγονός του ολέθρου.
«Ίσως μάθεις να είσαι πιο ταπεινή, αν σου λέει να του φέρεις τις παντόφλες και να του ανάψεις την πίπα».
Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει. Είχε αστειευτεί ο Λαν; Αν ναι, δεν της φαινόταν αστείο. Κι εν πάση περιπτώσει, δεν είχε δει ποτέ της να βοηθά πουθενά η ταπεινότητα. Η Σιουάν ισχυριζόταν ότι η ανατροφή της στο Παλάτι του Ήλιου στην Καιρχίν είχε ποτίσει με βαθιά αλαζονεία τη Μουαραίν, τόσο βαθιά που δεν την έβλεπε —κάτι το οποίο η Μουαραίν αρνιόταν σθεναρά. Αλλά βέβαια η Σιουάν, καίτοι κόρη Δακρυνού ψαρά, δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με βασίλισσες κι έβλεπε την αλαζονεία ως εμπόδιο στα σχέδιά της.
Αν ο Λαν δοκίμαζε αστεία, που μπορεί να ήταν άνοστα και αβάσιμα, σήμαινε ότι άλλαζε. Σχεδόν είκοσι χρόνια την ακολουθούσε και της είχε σώσει τη ζωή τόσες φορές, που η Μουαραίν δεν τολμούσε να τις μετρήσει, συχνά με μεγάλο ρίσκο της δικής του ζωής. Πάντα ο Λαν θεωρούσε τη ζωή του ασήμαντη, ότι είχε αξία μόνο επειδή τη χρειαζόταν η Μουαραίν· μερικοί έλεγαν ότι ερωτοτροπούσε με το θάνατο όπως ο νιόπαντρος ερωτοτροπεί με την νέα του γυναίκα. Η Μουαραίν ποτέ δεν είχε αγγίξει την καρδιά του και ποτέ δεν είχε νιώσει ζήλια για τις γυναίκες που έμοιαζαν να πέφτουν στα πόδια του. Ο Λαν από παλιά ισχυριζόταν ότι δεν είχε καρδιά. Αλλά είχε βρει μια τον περασμένο χρόνο, την είχε βρει όταν μια γυναίκα την είχε δέσει σε ένα κορδόνι και την είχε κρεμάσει στο λαιμό της.
Αυτός φυσικά την είχε αρνηθεί. Δεν είχε αρνηθεί ότι αγαπούσε τη Νυνάβε αλ’Μεάρα, που ήταν κάποτε η Σοφία των Δύο Ποταμών, νυν Αποδεχθείσα στον Λευκό Πύργο, αλλά είχε αρνηθεί ότι θα μπορούσε ποτέ να την αποκτήσει. Ο Λαν έλεγε ότι δύο πράγματα είχε, ένα σπαθί που δεν έσπαζε και έναν πόλεμο που δεν τελείωνε· δεν θα έκανε τέτοιο γαμήλιο δώρο στη σύζυγο του. Η Μουαραίν πάντως το είχε φροντίσει αυτό, παρ’ όλο που ο Λαν δεν θα το καταλάβαινε, παρά μόνο όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή. Αν το μάθαινε, θα προσπαθούσε να το αλλάξει, τέτοιος βλάκας που ήταν μερικές φορές.
«Αυτή η άνυδρη γη μοιάζει να έχει μαράνει και τη δική σου ταπεινότητα, αλ’Λάν Μαντράγκοραν. Πρέπει να βρω τρόπο να την ποτίσω».
«Η ταπεινότητά μου είναι ακονισμένη σαν ξυράφι», της είπε ξερά. «Δεν την αφήνεις να σκουριάσει». Έβρεξε ένα άσπρο μαντήλι από το δερμάτινο παγούρι του και της το έδωσε όπως έσταζε. Εκείνη το έδεσε γύρω από τους κροτάφους της χωρίς να πει λέξη. Ο ήλιος είχε αρχίσει να σηκώνεται πάνω από τα βουνά πίσω τους, όμοιος με πύρινη μπάλα από λιωμένο χρυσάφι.