Выбрать главу

Η πυκνή φάλαγγα ελισσόταν στη στέρφα πλαγιά του Τσήνταρ, με την ουρά ακόμα στο Ρουίντιαν, ενώ το κεφάλι είχε περάσει τη ράχη, και κατέβαινε στην τραχιά, λοφώδη πεδιάδα που ήταν αραιά σπαρμένη με πέτρινα βέλη και μπιούτ με επίπεδη κορυφή, μερικά με κόκκινες ή ωχροκίτρινες πινελιές ανάμεσα στην γκρίζα και την καφέ επιφάνειά τους. Ο αέρας ήταν τόσο διαυγής, ώστε η Μουαραίν έβλεπε πολλά μίλια παραπέρα, ακόμα κι όταν κατέβηκαν από το Τσήνταρ. Μεγάλες φυσικές αψίδες ξεπρόβαλλαν και προς κάθε κατεύθυνση ανώμαλα οδοντωτά βουνά τρυπούσαν τον ουρανό. Ξεροπόταμοι και λακκούβες ξεκοίλιαζαν μια γη όπου αραιά έβλεπες κοντούς, αγκαθωτούς θάμνους και άφυλλα φυτά, επίσης με αγκάθια. Πού και πού φύτρωνε κάποιο δένδρο, καχεκτικό και ζαρωμένο, όλο αγκάθια κι αυτό. Ο ήλιος έψηνε τον τόπο. Ήταν μια σκληρή γη, η οποία είχε πλάσει ένα σκληρό λαό. Δεν ήταν όμως μόνο ο Λαν που άλλαζε ή που τον άλλαζαν. Η Μουαραίν ευχήθηκε να μπορούσε να δει πώς τελικά θα διαμόρφωνε ο Ραντ τους Αελίτες. Όλοι είχαν ένα μακρύ ταξίδι μπροστά τους.

8

Πέρα από τα Σύνορα

Κουρνιασμένη στο πίσω μέρος του κάρου που αναπηδούσε, η Νυνάβε με το ένα χέρι πιανόταν η ίδια και με το άλλο έπιανε το ψάθινο καπέλο της, καθώς κοίταζε τη λυσσασμένη αμμοθύελλα που χανόταν πίσω τους στο βάθος. Ο πλατύς γύρος σκίαζε το πρόσωπό της στη ζέστη του πρωινού, όμως, καθώς το κάρο έτρεχε αγκομαχώντας, δημιουργούσε αέρα, που απειλούσε να της πάρει το καπέλο από το κεφάλι, παρ’ όλο που το είχε δέσει με μια πορφυρή μαντήλα από το σαγόνι της. Από δίπλα τους περνούσαν τα λιβάδια με τους χαμηλούς λόφους και κάποιο σύδενδρο πού και πού, με γρασίδι μαραμένο και λεπτό στην κάψα του καλοκαιριού που τελείωνε· το χώμα που σήκωναν οι τροχοί του κάρου την εμπόδιζε μερικές φορές να βλέπει κι επίσης της έφερνε βήχα. Τα λευκά σύννεφα στον ουρανό έλεγαν ψέματα. Είχε να βρέξει από προτού ακόμα φύγουν από το Τάντσικο, βδομάδες τώρα, και είχε περάσει καιρός που ο πλατύς δρόμος δεν είχε την κυκλοφορία των αμαξών, οι οποίες κάποτε πατούσαν και σκλήραιναν το χώμα.

Ευτυχώς, κανένας δεν φαινόταν να πλησιάζει από τα λιβάδια, που έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα συμπαγή καφέ τοίχο. Η Νυνάβε δεν μπορούσε πια να νιώσει θυμό για τους ληστές που προσπαθούσαν να τις σταματήσουν, καθώς δραπέτευαν από την τρέλα της Τάραμπον, και δεν μπορούσε να νιώσει τη Μία Δύναμη, πόσο μάλλον να διαβιβάσει, όταν δεν ήταν θυμωμένη. Ακόμα και μέσα στο θυμό της, είχε νιώσει έκπληξη που είχε μπορέσει να σηκώσει τέτοια θύελλα· όταν η θύελλα είχε απλωθεί για τα καλά, γεμάτη από την οργή της Νυνάβε, έμοιαζε να έχει δική της ζωή. Η Ηλαίην είχε ξαφνιαστεί με το μέγεθός της, αν κι ευτυχώς δεν το είχε πει στον Θομ και τον Τζούιλιν. Αλλά, ακόμα κι αν αυξανόταν η δύναμη της Νυνάβε —οι δασκάλες της στον Πύργο έλεγαν ότι έτσι θα γινόταν, και καμία τους δεν ήταν αρκετά δυνατή για να νικήσει μια Αποδιωγμένη, όπως είχε κάνει η Νυνάβε― πάλι είχε αυτόν τον περιορισμό. Αν εμφανιζόταν κανένας ληστής, η Ηλαίην θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει μόνη της, και η Νυνάβε δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο πρότερος θυμός της είχε χαθεί, αλλά μέσα της έβραζε και θα ήταν έτοιμη για άλλο ένα ξέσπασμα.

Σκαρφαλώνοντας αδέξια πάνω από το μουσαμά που σκέπαζε τα βαρέλια, έκανε να πιάσει ένα από τα νεροβάρελα που ήταν στερεωμένα στα πλαϊνά του κάρου, μαζί με τα κιβώτια που περιείχαν τα πράγματα και τα εφόδιά τους. Αμέσως το καπέλο της βρέθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και μόνο η μαντήλα το συγκρατούσε. Τα δάχτυλά της μόλις που έφταναν να αγγίξουν το καπάκι του βαρελιού. Για να το φτάσει, θα έπρεπε να αφήσει το σκοινί που κρατούσε με το άλλο χέρι, κι έτσι που τρανταζόταν το κάρο, μάλλον θα έπεφτε κάτω με τα μούτρα.

Ο Τζούιλιν Σάνταρ, καβάλα σ’ ένα κοκαλιάρικο καφέ μουνούχι —είχε δώσει στο ζώο το απίθανο όνομα Σκάλκερ, Κλεφτοπερπατητής— πλησίασε το κάρο και της έδωσε ένα από τα δερμάτινα παγούρια που είχε στη σέλα του. Εκείνη ήπιε με ευγνωμοσύνη, αν και δίχως χάρη. Κρεμασμένη όπως ήταν σαν τσαμπί σταφύλια σε ανεμοδαρμένο κλήμα, το μισό νερό το έχυσε όχι στο λαρύγγι της αλλά στο καλό γκρίζο φόρεμά της.

Ήταν ένδυμα κατάλληλο για έμπορο, με ψηλό γιακά, καλοραμμένο από καλό ύφασμα, αλλά απλό. Η καρφίτσα στο στήθος της, ένας μικρός κύκλος από σκούρο πυρίτιο σε χρυσό φόντο, ίσως έπεφτε βαριά για μια απλή εμπόρισσα, όμως ήταν δώρο της Πανάρχουσας στο Τάραμπον, μαζί με άλλα κοσμήματα, πολύ πιο πλούσια, που ήταν κρυμμένα στο ντουλάπι κάτω από το κάθισμα του αμαξά. Το φορούσε για να μην ξεχνά ότι μερικές φορές ακόμα και οι γυναίκες που κάθονταν σε θρόνους ήθελαν ένα γερό μπερτάκι. Τώρα που είχε ξεμπλέξει από την Αμάθιρα, η Νυνάβε αντιμετώπιζε με κάπως μεγαλύτερη κατανόηση τον τρόπο με τον οποίον ο Πύργος χειραγωγούσε βασιλιάδες και βασίλισσες.