Υποπτευόταν ότι τα δώρα της Αμάθιρα χρησίμευαν ως δωροδοκία για να φύγουν από το Τάντσικο. Ήταν διατεθειμένη να τους αγοράσει πλοίο για να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, αλλά κανένας δεν είχε πλοίο για πούλημα. Τα λίγα σκάφη που είχαν μείνει στο Λιμένα του Τάντσικο και ήταν κατάλληλα για κάτι παραπάνω από παράκτια ταξίδια, ξεχείλιζαν από πρόσφυγες. Εκτός αυτού, το πλοίο θα ήταν η πιο προφανής και ταχύτερη οδός διαφυγής και το Μαύρο Άτζα ίσως έψαχνε για τη Νυνάβε και την Ηλαίην, ύστερα απ’ αυτά που είχαν συμβεί. Τις είχαν στείλει να κυνηγήσουν Άες Σεντάι που ήταν Σκοτεινόφιλες, όχι να πέσουν σε ενέδρα απ’ αυτές. Αυτός ήταν ο λόγος για το κάρο και το μακρύ ταξίδι σε μια χώρα που τη ρήμαζε ο εμφύλιος πόλεμος και η αναρχία. Η Νυνάβε σχεδόν μετάνιωνε που είχαν αποφύγει τα πλοία. Όχι ότι θα το παραδεχόταν στους άλλους.
Όταν έκανε να επιστρέψει το παγούρι στον Τζούιλιν, εκείνος ένευσε πως δεν το ήθελε. Σκληρός άνθρωπος, έμοιαζε να είναι σκαλισμένος σε σκούρο ξύλο, αλλά δεν ένιωθε άνετα πάνω σε άλογο. Της φαινόταν αστείος· όχι μόνο για την ολοφάνερη έλλειψη άνεσης, αλλά και για το χαζό κόκκινο Ταραμπονέζικο καπέλο που είχε αρχίσει να φορά πάνω από τα ίσια, μελαχρινά μαλλιά του, ένα κωνικό κατασκεύασμα δίχως γείσο, ψηλό, με επίπεδη κορυφή. Δεν ταίριαζε καθόλου με το σκούρο Δακρυνό σακάκι του, το οποίο ήταν στενό στη μέση και ύστερα άνοιγε και πλάταινε. Κατά τη γνώμη της, το καπέλο εκείνο δεν ταίριαζε με κανένα ρούχο. Ήταν σαν να φορούσε τούρτα στο κεφάλι του.
Προχώρησε αδέξια μπροστά, με το παγούρι στο χέρι και το καπέλο να πεταρίζει, και, πηγαίνοντας, καταριόταν τον Δακρυνό ληστοκυνηγό —Μη τον λες κλεφτοκυνηγό, δεν του αρέσει!― και τον Θομ Μέριλιν —Ο φαντασμένος ο βάρδος!― και την Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, που ήθελε κι αυτή ένα γερό χέρι ξύλο!
Ήθελε να μπει στο ξύλινο κάθισμα του αμαξά ανάμεσα στον Θομ και την Ηλαίην, όμως το χρυσόμαλλο κορίτσι καθόταν κολλητά πάνω στον βάρδο, με το ψάθινο καπέλο να της κρέμεται στην πλάτη, και κρατιόταν γερά από το μπράτσο του γερο-ανόητου με το άσπρο μουστάκι, σαν να φοβόταν μήπως πέσει. Η Νυνάβε, σφίγγοντας τα χείλη, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να καθίσει από την άλλη μεριά της Ηλαίην. Χαιρόταν που είχε χτενίσει ξανά τα μαλλιά της πλεξούδα όπως έπρεπε, μια πλεξούδα χοντρή σαν τον καρπό της, η οποία έφτανε ως τη μέση της· μπορούσε να τραβήξει την πλεξούδα της αντί για το αυτί της Ηλαίην. Η κοπέλα συνήθως έδειχνε μυαλωμένη, αλλά κάτι στο Τάντσικο φαινόταν να της έχει πάρει το μυαλό.
«Δεν μας ακολουθούν πια», ανακοίνωσε η Νυνάβε, φορώντας κανονικά το καπέλο της. «Κόψε ταχύτητα, Θομ». Θα μπορούσε να το είχε φωνάξει από πίσω, για να μη χρειαστεί να σκαρφαλώσει στα βαρέλια, όμως την είχε εμποδίσει η ιδέα ότι θα τρανταζόταν στο χοροπηδητό του κάρου, φωνάζοντάς τους να κάνουν πιο σιγά. Δεν της άρεσε να γελοιοποιείται, και δεν της άρεσε καθόλου να τη βλέπουν οι άλλοι σε γελοία στάση. «Φόρα το καπέλο σου», είπε στην Ηλαίην. «Το ανοιχτόχρωμο δέρμα σου δεν θα αντέξει για πολύ αυτόν τον ήλιο».
Όπως σχεδόν το περίμενε, η κοπέλα αγνόησε τη φιλική συμβουλή της. «Οδηγείς υπέροχα», είπε μαγεμένη η Ηλαίην, καθώς ο Θομ τραβούσε τα γκέμια, κάνοντας τα τέσσερα άλογα να συνεχίσουν με πιο ήρεμο ρυθμό. «Έχεις κάθε στιγμή τον έλεγχο».
Ο ψηλός, νευρώδης άνδρας την κοίταξε και τα φουντωτά λευκά φρύδια του συσπάστηκαν, όμως το μόνο που είπε ήταν, «Κοίτα τον κόσμο που μας περιμένει μπροστά, παιδί μου». Τελικά μπορεί να μην ήταν και τόσο ανόητος.
Η Νυνάβε γύρισε να κοιτάξει και είδε τη φάλαγγα των εφίππων με τους χιονόλευκους μανδύες να πλησιάζει από το επόμενο ύψωμα, περίπου πενήντα άνδρες με στιλβωμένη πλεχτή πανοπλία και αστραφτερά κωνικά κράνη, οι οποίοι συνόδευαν περίπου πενήντα βαρυφορτωμένες άμαξες. Τέκνα του Φωτός. Ξαφνικά ένιωσε έντονα το δερμάτινο κορδόνι που αγκάλιαζε το λαιμό της μέσα στο φόρεμά της, και τα δύο δαχτυλίδια που κρέμονταν ανάμεσα στα στήθη της. Το βαρύτιμο χρυσό σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν, το δαχτυλίδι των Βασιλέων της χαμένης Μαλκίρ, δεν θα σήμαινε τίποτα για τους Λευκομανδίτες, αν όμως έβλεπαν το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό...
Ανόητη! Δεν θα το δουν, εκτός αν θελήσεις να γδυθείς!
Γοργά, κοίταξε εξεταστικά τους συντρόφους της. Η Ηλαίην ήταν πανέμορφη κι αυτό δεν άλλαζε, και τώρα που είχε παρατήσει τον Θομ και ξανάδενε την πράσινη μαντήλα, η οποία συγκρατούσε το καπέλο της, η εμφάνιση της έμοιαζε περισσότερο κατάλληλη για αίθουσα θρόνου παρά για κάρο εμπόρου, αλλά, αν εξαιρούσες το μπλε χρώμα του, το φόρεμά της δεν διέφερε σε τίποτα από το φόρεμα της Νυνάβε. Δεν φορούσε κοσμήματα· είχε θεωρήσει τα δώρα της Αμάθιρα “μπιχλιμπίδια”. Θα περνούσε απαρατήρητη· πενήντα φορές είχε περάσει απαρατήρητη μετά το Τάντσικο. Αν και μετά βίας. Μόνο που αυτή ήταν η πρώτη φορά που αντάμωναν Λευκομανδίτες. Ο Θομ, που φορούσε γερά καφέ μάλλινα ρούχα, έμοιαζε με τους συνηθισμένους ταλαιπωρημένους ασπρομάλληδες αμαξάδες. Και ο Τζούιλιν ήταν ο Τζούιλιν. Ήξερε πώς να φερθεί, αν και η έκφρασή του έδειχνε ότι, αντί να είναι στο άλογο, θα προτιμούσε να πατά γερά στα πόδια του, κάτω στο έδαφος, με το ραβδί ή με τον σπαθοσπάστη, που είχε περασμένο στη ζώνη του, στο χέρι.