Ο Θομ πλησίασε το κάρο στη μια άκρη του δρόμου και σταμάτησε, καθώς αρκετοί Λευκομανδίτες ξέκοβαν από την κεφαλή της φάλαγγας. Η Νυνάβε πήρε ένα χαμόγελο που τους καλωσόριζε. Ευχήθηκε να μην χρειάζονταν κι άλλο κάρο.
«Το Φως να σε φωτίζει, Ταξίαρχε», είπε στον άνδρα με το στενό πρόσωπο, ο οποίος ήταν προφανώς ο αρχηγός τους, ο μόνος που δεν έφερε λόγχη με ατσάλινη αιχμή. Δεν είχε ιδέα τι βαθμό έδειχναν οι δύο χρυσοί κόμποι στο στήθος του μανδύα του, ακριβώς κάτω από τον πλατύ ακτινωτό ήλιο που φορούσαν όλοι τους, αλλά η εμπειρία της έλεγε ότι οι άνδρες δέχονταν κάθε κολακεία. «Χαρά μας που σας βλέπουμε. Κλέφτες πήγαν να μας ληστέψουν πριν από λίγα μίλια, αλλά, σαν από θαύμα μάς έπιασε αμμοθύελλα. Μόλις που προλάβαμε να γλιτ―»
«Είστε έμποροι; Ελάχιστοι έμποροι έχουν έρθει από το Ταρ Βάλον τον τελευταίο καιρό». Η φωνή του άνδρα ήταν τραχιά σαν το πρόσωπό του, που έμοιαζε σαν να του είχαν ρουφήξει όλη τη χαρά προτού αφήσει την παιδική κούνια του. Τα σκοτεινά, βαθιά μάτια του ήταν γεμάτα καχυποψία· η Νυνάβε δεν αμφέβαλλε ότι αυτή η έκφραση ήταν μόνιμη. «Πού πάτε και τι μεταφέρετε;»
«Μεταφέρω μπογιές, Ταξίαρχε». Πάσχισε να διατηρήσει το χαμόγελό της μπροστά στο αταλάντευτο βλέμμα του· ένιωσε ανακούφιση όταν τα μάτια του γύρισαν για μια στιγμή στους άλλους. Ο Θομ είχε πάρει μια πετυχημένη έκφραση ανίας, σαν απλός αμαξάς που θα πληρωνόταν, είτε προχωρούσε είτε στεκόταν, και ο Τζούιλιν, παρ’ όλο που δεν είχε κατεβάσει το γελοίο καπέλο του, όπως θα είχε κάνει σε άλλη περίπτωση, τουλάχιστον έδειχνε ένα ήπιο ενδιαφέρον, σαν πληρωμένος βοηθός που δεν είχε να κρύψει τίποτα. Όταν το βλέμμα του Λευκομανδίτη έπεσε στην Ηλαίην, η Νυνάβε την ένιωσε να μουδιάζει, και συνέχισε να μιλά βιαστικά. «Ταραμπονέζικες μπογιές. Οι καλύτερες στον κόσμο. Θα βγάλω καλά λεφτά όταν τις πουλήσω στο Άντορ».
Μ’ ένα σινιάλο του Ταξίαρχου —όποιος κι αν ήταν ο βαθμός του τέλος πάντων― ένας Λευκομανδίτης ζύγωσε με το άλογο το πίσω μέρος του κάρου. Έκοψε ένα σκοινί με το εγχειρίδιό του, παραμέρισε λίγο το μουσαμά για να ξεσκεπάσει τρία-τέσσερα βαρέλια. «Η σφραγίδα γράφει “Τάντσικο”, Υπολοχαγέ. Αυτό εδώ λέει “πορφυρό”. Θέλεις να σπάσω μερικά;»
Η Νυνάβε ευχήθηκε να ερμήνευε με τον σωστό τρόπο ο Λευκομανδίτης αξιωματικός την ανησυχία του προσώπου της. Και χωρίς να κοιτάζει την Ηλαίην, την ένιωθε που ήθελε να επιτιμήσει τον στρατιώτη για τους τρόπους του, όμως οι πραγματικοί έμποροι θα νοιάζονταν μήπως εκτίθονταν οι μπογιές τους στα στοιχεία της φύσης. «Αν μου δείξεις ποια θέλεις να ανοίξεις, Ταξίαρχε, μετά χαράς θα τα ανοίξω εγώ η ίδια». Ο άλλος δεν ανταποκρίθηκε καθόλου, είτε στην κολακεία είτε στην προσφορά συνεργασίας. «Τα βαρέλια σφραγίζονται για να μην μπαίνει σκόνη και νερό, ξέρεις. Αν σπάσει το βαγένι, τότε δεν θα μπορέσω να το ξανακλείσω με κερί».
Η υπόλοιπη φάλαγγα τους έφτασε και άρχισε να τους προσπερνά μέσα σε σύννεφο σκόνης· οι αμαξάδες ήταν απλοί άνθρωποι με προχειροφτιαγμένα ρούχα, όμως οι στρατιώτες ίππευαν με το κορμί στητό και με τις ατσάλινες αιχμές των λογχών τους γερμένες ακριβώς στην ίδια γωνία. Ακόμα και με τα πρόσωπα ιδρωμένα και κατασκονισμένα, έδειχναν σκληράδα. Μόνο οι αμαξάδες κοίταξαν τη Νυνάβε και τη συντροφιά της.
Ο Λευκομανδίτης Υπολοχαγός σκούπισε τη σκόνη από το πρόσωπό του με το γαντοφορεμένο χέρι του και ύστερα έκανε νόημα στον άλλο να φύγει από το κάρο. Το βλέμμα του δεν είχε αφήσει ούτε στιγμή τη Νυνάβε. «Από το Τάντσικο έρχεστε;»
Η Νυνάβε ένευσε, προσωποποίηση της συνεργασίας και της ειλικρίνειας. «Μάλιστα, Ταξίαρχε. Απ’ το Τάντσικο».
«Τι νέα φέρνετε από την πόλη; Ακούγονται φήμες».
«Φήμες, Ταξίαρχε; Όταν φύγαμε, η τάξη είχε καταλυθεί σχεδόν τελείως. Η πόλη ήταν γεμάτη πρόσφυγες και η ύπαιθρος ληστές και επιδρομείς. Το εμπόριο είναι σχεδόν νεκρό». Ήταν η αλήθεια, απλά και καθαρά. «Γι’ αυτό τα χρώματα θα πιάσουν ιδιαίτερα καλές τιμές. Νομίζω θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να διατεθούν ξανά Ταραμπονέζικες μπογιές».