«Δεν με νοιάζουν οι πρόσφυγες, το εμπόριο και οι μπογιές, εμπόρισσα», είπε χωρίς έκφραση στη φωνή του ο αξιωματικός. «Ήταν ακόμα στο θρόνο ο Άντρικ;»
«Ναι, Ταξίαρχε». Προφανώς οι φήμες έλεγαν ότι κάποιος είχε καταλάβει την πόλη και είχε εκθρονίσει τον Βασιλιά, ίσως να είχε γίνει αυτό. Αλλά ποιος ― ήταν άραγε κάποιος από τους εξεγερθέντες άρχοντες που πολεμούσαν όχι μόνο τον Άντρικ αλλά κι ο ένας τον άλλο, ή μήπως οι Δρακορκισμένοι που είχαν ορκιστεί πίστη στον Αναγεννημένο Δράκοντα χωρίς καν να τον έχουν δει; «Ο Άντρικ ήταν ακόμα Βασιλιάς και η Αμάθιρα ακόμα Πανάρχουσα, όταν φύγαμε».
Τα μάτια του έδειχναν ότι εκείνη μπορεί να έλεγε ψέματα. «Λένε ότι είχαν αναμιχθεί μάγισσες της Ταρ Βάλον. Μήπως είδατε ή ακούσατε τίποτα για Άες Σεντάι;»
«Όχι, Ταξίαρχε», έσπευσε να του πει. Ένιωθε καυτό στο δέρμα της το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Πενήντα Λευκομανδίτες, κει δίπλα τους. Αυτή τη φορά μια αμμοθύελλα δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, κι επίσης, παρ’ όλο που προσπαθούσε να το αρνηθεί, ένιωθε φόβο μάλλον παρά θυμό. «Οι απλοί έμποροι δεν έχουν πάρε-δώσε με αυτόν τον κόσμο». Εκείνος ένευσε και η Νυνάβε ρίσκαρε να του κάνει μια ερώτηση. Κάτι, οτιδήποτε, για να αλλάξει θέμα. «Αν έχεις την καλοσύνη, Ταξίαρχε, έχουμε μπει στην Αμαδισία ή έχουμε ακόμα δρόμο;»
«Τα σύνορα είναι πέντε μίλια προς τα ανατολικά», την πληροφόρησε. «Προς το παρόν. Το πρώτο χωριό που θα βρείτε είναι το Μαρντέσιν. Να υπακούτε στους νόμους και δεν θα πάθετε τίποτα. Υπάρχει εκεί φυλάκιο των Τέκνων». Από τον τρόπο που το είπε, μοναδικό μέλημα της φρουράς εκεί θα ήταν αν η Νυνάβε και οι άλλοι τηρούσαν τους νόμους.
«Ήρθατε να αλλάξετε τα σύνορα;» ρώτησε η Ηλαίην έξαφνα, ψυχρά. Της Νυνάβε της ήρθε να την καρυδώσει.
Το βαθύ, καχύποπτο βλέμμα στράφηκε στην Ηλαίην και η Νυνάβε είπε βιαστικά, «Συγχώρεσέ την, Άρχοντα Ταξίαρχέ μου. Είναι το κορίτσι της μεγάλης της αδελφής μου. Νομίζει ότι έπρεπε να γεννηθεί αρχόντισσα, και όλο έχει το νου της στα αγόρια. Γι’ αυτό μου την έστειλε η μάνα της». Η αγανακτισμένη κραυγούλα της Ηλαίην ήταν τέλεια. Επίσης, ήταν μάλλον αληθινή. Ίσως δεν έπρεπε να έχει πει εκείνη την κουβέντα περί αγοριών, αλλά ταίριαζε.
Ο Λευκομανδίτης τις κοίταξε μια στιγμή ακόμα και μετά είπε, «Ο Άρχοντας Διοικητής στέλνει τρόφιμα στην πόλη. Αλλιώς, τα αποβράσματα του Τάραμπον θα περνούσαν τα σύνορα και θα έκλεβαν για να φάνε. Πορευθείτε εν τω Φωτί», πρόσθεσε, προτού στρίψει το άλογό του για να ξαναγυρίσει στην κεφαλή της φάλαγγας. Δεν ήταν ούτε προτροπή ούτε ευλογία.
Ο Θομ ξεκίνησε το κάρο μόλις έφυγε ο αξιωματικός, όμως όλοι ήταν βουβοί, με εξαίρεση κάποια βηξίματα, μέχρι που άφησαν πολύ πίσω και τον τελευταίο στρατιώτη και απομακρύνθηκαν από τη σκόνη των αμαξών.
Η Νυνάβε ήπιε λίγο νερό, για να βρέξει το λαρύγγι της, κι έδωσε το παγούρι στην Ηλαίην. «Τι σου ήρθε πριν;» ζήτησε να μάθει. «Δεν είμαστε στην αίθουσα του θρόνου της μητέρας σου, και, εν πάση περιπτώσει, ούτε η μητέρα σου θα το ανεχόταν!»
Η Ηλαίην άδειασε το παγούρι προτού καταδεχθεί να απαντήσει. «Σερνόσουν δουλικά, Νυνάβε». Μίλησε με ψιλή φωνή, με τόνο κοροϊδευτικής ταπεινοφροσύνης. «Είμαι καλή και υπάκουη, Ταξίαρχε. Μπορώ να σου φιλήσω τις μπότες, Ταξίαρχε;»
«Θέλουμε να περάσουμε για έμποροι, όχι για βασίλισσες μεταμφιεσμένες!»
«Οι έμποροι δεν χρειάζεται να είναι γλείφτες! Είσαι τυχερή που δεν σκέφτηκε ότι πάμε να κρύψουμε κάτι, έτσι δουλικά που φερόσουν!»
«Οι έμποροι δεν κοιτάνε αφ’ υψηλού πενήντα Λευκομανδίτες με λόγχες! Ή μήπως φαντάστηκες ότι μπορούσαμε να τους κατατροπώσουμε όλους με τη Δύναμη, αν χρειαζόταν;»
«Γιατί του είπες ότι έχω το νου μου όλο στα αγόρια; Δεν υπήρχε λόγος, Νυνάβε!»
«Θα του έλεγα οτιδήποτε προκειμένου να φύγει και να μας αφήσει ήσυχες! Κι εσύ πας και-!»
«Σκάστε κι οι δυο σας», γάβγισε ξαφνικά ο Θομ, «προτού ξαναγυρίσουν να δουν ποιοι σκοτώνονται!»
Η Νυνάβε στριφογύρισε στο ξύλινο κάθισμα, για να κοιτάξει πίσω, και μόνο τότε κατάλαβε ότι οι Λευκομανδίτες ήταν τόσο μακριά, ώστε δεν θα τις άκουγαν ακόμα κι αν φώναζαν δυνατά. Ε, ίσως στ’ αλήθεια φώναζαν. Το κακό ήταν ότι και η Ηλαίην έκανε την ίδια κίνηση.
Η Νυνάβε έσφιξε γερά την πλεξούδα της και αγριοκοίταξε τον Θομ, όμως η Ηλαίην κόλλησε στο μπράτσο του και είπε, σχεδόν γουργουρίζοντας, «Έχεις δίκιο, Θομ. Συγγνώμη που μίλησα με τέτοιο τόνο». Ο Τζούιλιν τους λοξοκοίταζε, ενώ προσποιόταν ότι δεν έβλεπε τίποτα, αλλά ήταν μυαλωμένος άνθρωπος και δεν πλησίασε πιο κοντά το άλογό του για να μπλεχτεί κι αυτός.
Η Νυνάβε άφησε την πλεξούδα της προτού την ξεριζώσει, έσιαξε το καπέλο της και κάθισε κοιτάζοντας ίσια μπροστά πάνω από τα άλογα. Ό,τι κι αν την είχε πιάσει την Ηλαίην, ήταν πια καιρός να το ξεπεράσει.