Μόνο δυο ψηλές πέτρινες στήλες, μια σε κάθε μεριά του δρόμου, έδειχναν τα σύνορα μεταξύ Τάραμπον και Αμαδισίας. Εκτός από τους ίδιους, δεν υπήρχε άλλη κυκλοφορία στο δρόμο. Οι λόφοι σταδιακά ψήλωναν, όμως, κατά τα άλλα, η περιοχή δεν άλλαζε· υπήρχε ξεραμένο γρασίδι και σύδεντρα, όπου φαίνονταν ελάχιστα πράσινα φύλλα, με εξαίρεση τα πεύκα ή τις χαμαιδάφνες ή άλλα αειθαλή. Υπήρχαν χωράφια με πέτρινους φράχτες και πέτρινα αγροτόσπιτα με καλαμοσκεπές στις πλαγιές και στις μικρές κοιλάδες, όμως έδειχναν εγκαταλειμμένα. Δεν έβλεπες καπνούς να βγαίνουν από τις καμινάδες, ανθρώπους να δουλεύουν στα σπαρτά, ούτε πρόβατα και γελάδια. Μερικές φορές υπήρχαν κότες που τσιμπολογούσαν σε αυλές κοντά στο δρόμο, αλλά έτρεχαν να το σκάσουν όταν πλησίαζε το κάρο, δείγμα ότι είχαν αγριέψει. Παρά την ύπαρξη του φυλακίου των Λευκομανδιτών, απ’ ό,τι φαινόταν κανείς δεν θα ρίσκαρε επίθεση Ταραμπονέζων επιδρομέων τόσο κοντά στα σύνορα.
Όταν είδαν το Μαρντέσιν, από τη κορυφή ενός υψώματος, ο ήλιος ακόμα είχε πολύ δρόμο για να φτάσει στο ζενίθ του. Η λέξη “χωριό” ήταν μάλλον ακατάλληλη για να αποδώσει την έκταση του τόπου, ο οποίος εκτεινόταν περίπου ένα μίλι και είχε χτισρεί καβάλα σ’ ένα μικρό ποτάμι με γέφυρα, ανάμεσα σε δύο λόφους, με τα μισά σπίτια να έχουν καλαμοσκεπές και τα άλλα μισά λιθοκέραμα, ενώ κυκλοφορούσε πλήθος κόσμου στους πλατιούς δρόμους.
«Πρέπει να αγοράσουμε εφόδια», είπε η Νυνάβε, «αλλά δεν γίνεται να χασομερήσουμε. Μπορούμε να κάνουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να νυχτώσει».
«Έχουμε εξαντληθεί, Νυνάβε», είπε ο Θομ. «Εδώ κι ένα μήνα ταξιδεύουμε από το πρώτο φως της αυγής μέχρι που σουρουπώνει. Δεν είναι μεγάλη καθυστέρηση μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, αν ξεκουραστούμε μια μέρα». Δεν φαινόταν κουρασμένος. Το πιθανότερο ήταν ότι ήθελε να παίξει την άρπα του ή το φλάουτό του σε κανένα καπηλειό και να βρει άλλους άνδρες να τον κεράσουν κρασί.
Ο Τζούιλιν τελικά είχε πλησιάσει με το άλογό του το κάρο και τώρα πρόσθεσε, «Δεν θα ’λεγα όχι να πατήσω χώμα μια μέρα. Δεν ξέρω πού είναι χειρότερα, στη σέλα ή στο κάθισμα του κάρου».
«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε πανδοχείο», είπε η Ηλαίην, υψώνοντας το βλέμμα στον Θομ. «Βαρέθηκα πια να κοιμάμαι κάτω από το κάρο, και θα ήθελα να σ’ ακούσω να λες ιστορίες στην κοινή αίθουσα».
«Οι έμποροι που έχουν μονάχα μια άμαξα δεν είναι ανώτεροι από τους πραματευτές», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Δεν έχουν λεφτά για πανδοχεία σε μια τέτοια πόλη».
Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια αυτό ή όχι, όμως παρ’ όλο που είχε επιθυμήσει μπάνιο και καθαρά σεντόνια, δεν θα άφηνε τη μικρή να κάνει τέτοιες υποδείξεις στον Θομ. Όταν όμως τα λόγια είχαν βγει από το στόμα της, κατάλαβε ότι είχε υποχωρήσει μπροστά στον Θομ και τον Τζούιλιν. Δεν θα πάθουμε τίποτα, αν μείνουμε μια μέρα. Έχουμε ακόμα μεγάλο δρόμο για την Ταρ Βάλον.
Ευχήθηκε να είχε επιμείνει να πάρουν πλοίο. Μ’ ένα γοργοτάξιδο πλοίο, ένα τρεχαντήρι των Θαλασσινών, θα έφταναν στο Δάκρυ στο ένα τρίτο του χρόνου που είχαν κάνει για να διασχίσουν το Τάραμπον, αρκεί να είχαν ούριους ανέμους, και με τη σωστή Ανεμοευρέτρια των Άθα’αν Μιέρε, ο καιρός ήταν εξασφαλισμένος· αλλά ακόμα και η ίδια ή η Ηλαίην θα μπορούσαν να το φροντίσουν. Οι Δακρυνοί ήξεραν ότι οι δυο τους ήταν φίλες του Ραντ, και σίγουρα ακόμα και τώρα θα έκαναν τα πάντα για να μην προσβάλουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα· θα τους πρόσφεραν άμαξα και συνοδεία για το ταξίδι στην Ταρ Βάλον.
«Βρες μας μέρος να στρατοπεδεύσουμε», είπε απρόθυμα. Έπρεπε να ’χε επιμείνει για πλοίο. Μπορεί τώρα να είχαν ήδη φτάσει στον Πύργο.
9
Ένα Σημάδι
Η Νυνάβε δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν βρει καλό μέρος για να στρατοπεδεύσουν, σ’ ένα αραιό σύδενδρο σε μια ράχη που έβλεπε ανατολικά, σκεπασμένο με πεσμένα φύλλα, ένα μόλις μίλι απόσταση από το Μαρντέσιν. Σκόρπια δένδρα σάουργκαμ και μια μικρή ιτιά με γερμένα κλαριά έκρυβαν το κάρο από το δρόμο και το χωριό κι ένα ποταμάκι πλάτους ενός μέτρου ερχόταν από μια βραχώδη προεξοχή κοντά στην κορυφή του υψώματος και κυλούσε σε μια λασπερή κοίτη διπλάσιου πλάτους. Το νερό τούς ήταν αρκετό. Μάλιστα, κάτω από τα δένδρα είχε περισσότερη δροσιά κι έπνεε μια ευπρόσδεκτη αύρα.
Όταν οι δύο άνδρες πότισαν τα ζωντανά και τα πεδίκλωσαν σε κατάλληλο σημείο, ώστε τα άλογα να βόσκουν στο γρασίδι της πλαγιάς, έριξαν ένα νόμισμα για να αποφασίσουν ποιος θα έπαιρνε το κοκαλιάρικο μουνούχι μέχρι το Μαρντέσιν προκειμένου να αγοράσει τα εφόδια που χρειάζονταν. Το πέταγμα του νομίσματος ήταν ένα “τελετουργικό” που είχαν καθιερώσει. Ο Θομ, που είχε σβέλτα δάχτυλα κι έκανε ταχυδακτυλουργικά, στην αρχή πάντα κέρδιζε όταν πετούσε το νόμισμα, κι έτσι τώρα είχε αναλάβει σε μόνιμη βάση αυτό το καθήκον ο Τζούιλιν.