Ο Θομ πάντως κέρδισε κι ενώ ξεσέλωνε τον Σκάλκερ, η Νυνάβε έχωσε το κεφάλι κάτω από το κάρο και με το μαχαίρι της σήκωσε μια σανίδα. Στην εσοχή, πλάι σε δύο μικρά επίχρυσα κουτιά που περιείχαν τα δώρα της Αμάθιρα, υπήρχαν αρκετά παραφουσκωμένα δερμάτινα πουγκιά γεμάτα νομίσματα. Η Πανάρχουσα είχε φανεί γενναιόδωρη και με το παραπάνω, επιθυμώντας να τις ξεφορτωθεί. Συγκριτικά, τα υπόλοιπα αντικείμενα ωχριούσαν: το μικρό σκούρο ξύλινο κουτί, που ήταν γυαλισμένο αλλά απλό, χωρίς σκαλίσματα, και το δερμάτινο πουγκί, που ήταν ακουμπισμένο επίπεδα και έδειχνε ένα δίσκο μέσα του. Το κουτί περιείχε τα δύο τερ’ανγκριάλ που είχαν ανακτήσει από το Μαύρο Άτζα, τα οποία αμφότερα σχετίζονταν με τα όνειρα, και το πουγκί... Ήταν το δώρο τους από το Τάντσικο. Μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού.
Ήθελε πολύ να ξέρει τι θα προτιμούσε η Σιουάν Σάντσε να κάνουν, αν θα έπρεπε τώρα να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα, αλλά αυτή η σφραγίδα ήταν ο λόγος που η Νυνάβε βιαζόταν τόσο να φτάσουν στην Ταρ Βάλον. Ψάρεψε μερικά νομίσματα από τα χοντρά πουγκιά, αποφεύγοντας να αγγίξει το επίπεδο πουγκί· όσο πιο πολύ το είχε στην κατοχή της, τόσο περισσότερο επιθυμούσε να το παραδώσει στην Άμερλιν και να ξεμπερδέψει. Μερικές φορές, όταν ήταν κοντά στο δίσκο, της φαινόταν ότι ένιωθε τον Σκοτεινό να προσπαθεί να βγει.
Ξεπροβόδισε τον Θομ με μια χούφτα ασήμι και τον πρότρεψε με έμφαση να βρει φρούτα και λαχανικά· οι άνδρες ήταν ικανοί να μην αγοράσουν τίποτα άλλο εκτός από κρέας και φασόλια, αν δεν τους το θύμιζες. Έκανε μια γκριμάτσα βλέποντας τον Θομ να κουτσαίνει, καθώς οδηγούσε το άλογο στο δρόμο· ήταν ένα παλιό τραύμα και τώρα δεν γινόταν τίποτα, έτσι είχε πει η Μουαραίν. Αυτό την πίκραινε, όσο και η ίδια η χωλότητά του. Δεν γινόταν τίποτα.
Όταν είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς, το είχε κάνει με σκοπό να προστατεύσει τα νεαρά παιδιά του χωριού της, που τα είχε αρπάξει μέσα στη νύχτα μια Άες Σεντάι. Είχε πάει στον Πύργο ελπίζοντας ακόμα ότι με κάποιον τρόπο θα τα προφύλαγε, κι επιπλέον φιλοδοξώντας να τιμωρήσει τη Μουαραίν για την πράξη της. Ο κόσμος είχε αλλάξει από τότε. Ή ίσως τώρα η Νυνάβε έβλεπε τον κόσμο διαφορετικά. Όχι, δεν άλλαξα εγώ. Εγώ ίδια είμαι· όλα τα άλλα διαφέρουν.
Τώρα, μόλις που μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της. Ο Ραντ ήταν ό,τι ήταν, κι αυτό δεν άλλαζε· η Εγκουέν ακολουθούσε πρόθύμα το δρόμο της και δεν θα άφηνε κανέναν να τη σταματήσει, ακόμα κι αν ο δρόμος της κατέληγε σε γκρεμό· ο Ματ είχε μάθει να νοιάζεται μόνο για τις γυναίκες, το ξεφάντωμα και τον τζόγο. Η Νυνάβε είχε καταλήξει να συμπονά μερικές φορές τη Μουαραίν, προς μεγάλη αηδία της. Τουλάχιστον ο Πέριν είχε ξαναγυρίσει στην πατρίδα. Κάτι τέτοιο είχε ακούσει από την Εγκουέν, που της μετέφερε τα λόγια του Ραντ· ίσως ο Πέριν ήταν ασφαλής.
Το να κυνηγάς το Μαύρο Άτζα ήταν καλό και σωστό και ικανοποιητικό― κι επίσης τρομακτικό, παρ’ όλο που αυτό το τελευταίο προσπαθούσε να το κρύβει· ήταν μεγάλη γυναίκα, όχι κοριτσόπουλο που ήθελε να κρυφτεί στην ποδιά της μάνας της ― όμως δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος που συνέχιζε να χτυπά με το κεφάλι εκείνον τον τοίχο, που συνέχιζε να μαθαίνει με κόπο τη χρήση της Δύναμης, ενώ συνήθως ήταν ανίκανη να διαβιβάσει περισσότερο απ’ όσο ο Θομ. Ο λόγος ήταν το Ταλέντο που λεγόταν Θεραπεία. Ως Σοφία του Πεδίου του Έμοντ, ένιωθε ικανοποίηση όταν έκανε τον Κύκλο των Γυναικών να συμμεριστεί την άποψή της —κι ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι οι γυναίκες που τον απάρτιζαν βρίσκονταν ως επί το πλείστον στην ηλικία της μητέρας της· δίχως να τη χωρίζουν πολλά χρόνια από την Ηλαίην, η Νυνάβε ήταν η νεότερη Σοφία που είχαν ποτέ οι Δύο Ποταμοί― και ακόμα περισσότερη όταν επιτέλους το Συμβούλιο του Χωριού έκανε αυτό που έπρεπε, παρ’ όλο που ήταν όλοι τους πεισματάρηδες άνδρες. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση όμως ήταν όταν έβρισκε τον κατάλληλο συνδυασμό βοτάνων για να θεραπεύσει μια ασθένεια. Το να Θεραπεύεις με τη Μία Δύναμη... Το είχε κάνει, ψηλαφώντας στα τυφλά, θεραπεύοντας ό,τι δεν θεραπευόταν με τις άλλες δεξιότητές της. Η χαρά που ένιωθε τότε της έφερνε δάκρυα. Σκοπός της ήταν μια μέρα να Θεραπεύσει τον Θομ και να τον δει να χορεύει. Μια μέρα θα θεράπευε ακόμα και τη λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ. Σίγουρα δεν υπήρχε τίποτα που να μην θεραπεύεται, αν η γυναίκα που χειριζόταν τη Δύναμη το είχε βάλει σκοπό της.
Όταν έχασε από τα μάτια της τον Θομ, γύρισε και είδε ότι η Ηλαίην είχε γεμίσει τον κουβά που συνήθως κρεμόταν κάτω από το κάρο και είχε γονατίσει για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπό της, ενώ μια πετσέτα ήταν τυλιγμένη γύρω από τους ώμους της για να μην βραχεί το φόρεμα της. Η Νυνάβε είχε μεγάλη επιθυμία να κάνει το ίδιο. Συχνά δεν είχαν άλλο νερό εκτός από κείνο που είχαν στα βαρέλια που ήταν δεμένα στο κάρο, το οποίο το χρειάζονταν για να πίνουν και να μαγειρεύουν, όχι για να πλένονται.