Ο Τζούιλιν καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια ρόδα του κάρου και το ραβδί του, από ανοιχτόχρωμο ξύλο πάχους όσο ο αντίχειράς του ήταν γερμένο πλάι του. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο, το χαζό εκείνο καπέλο έγερνε ετοιμόρροπο πάνω από τα μάτια του, αλλά η Νυνάβε αμφέβαλλε αν κανείς, έστω και άνδρας, μπορούσε να κοιμηθεί τέτοια ώρα το πρωί. Υπήρχαν πράγματα που ο Θομ και ο Τζούιλιν αγνοούσαν, πράγματα που ήταν καλύτερο να τα αγνοούν.
Το χοντρό χαλί των πεσμένων φύλλων των σάουργκαμ έτριξε, καθώς η Νυνάβε καθόταν πλάι στην Ηλαίην. «Λες όντως να έπεσε το Τάντσικο;» Η άλλη γυναίκα, καθώς έτριβε μ’ ένα σαπουνισμένο πανί το πρόσωπό της, δεν απάντησε. Η Νυνάβε ξαναπροσπάθησε. «Νομίζω ότι οι “Άες Σεντάι” που είπε ο Λευκομανδίτης ήμασταν εμείς».
«Ίσως». Η φωνή της Ηλαίην ήταν ψυχρή, σαν να εξήγγειλε κάτι από το θρόνο. Τα μάτια της ήταν γαλάζιος πάγος. Δεν κοίταξε τη Νυνάβε. «Και ίσως οι αναφορές για τις πράξεις μας μπερδεύτηκαν με άλλες φήμες. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο, αν το Τάραμπον αποκτούσε καινούριο βασιλιά και καινούρια πανάρχουσα».
Η Νυνάβε συγκράτησε τα νεύρα της και δεν άφησε τα χέρια της να πλησιάσουν την πλεξούδα της. Αντιθέτως, σφίχτηκαν στα γόνατά της. Θέλεις να μπαλώσεις την κατάσταση. Μέτρα τα λόγια σου. «Η Αμάθιρα ήταν δύσκολη γυναίκα, αλλά δεν θα επιθυμούσα το κακό της. Εσύ;»
«Όμορφη γυναίκα», είπε ο Τζούιλιν, «ειδικά όταν φορούσε ρούχα Ταραμπονέζα υπηρετριούλας, μ’ όμορφο χαμόγελο. Μου φάνηκε ότι―» Είδε την Ηλαίην και τη Νυνάβε να τον κοιτάζουν, και κατέβασε βιαστικά το καπέλο του, κάνοντας ότι κοιμόταν. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και η Νυνάβε κατάλαβε ότι η Ηλαίην σκεφτόταν το ίδιο μ’ αυτήν. Ανδρες.
«Ό,τι κι αν έπαθε η Αμάθιρα, Νυνάβε, τώρα είναι μακριά μας». Ο τόνος της Ηλαίην ήταν πιο φυσιολογικός. Οι κινήσεις της με το πανί έγιναν πιο αργές. «Της εύχομαι ό,τι καλύτερο, αλλά κυρίως ελπίζω να μην είναι πίσω μας το Μαύρο Άτζα. Εννοώ να μην μας ακολουθεί».
Ο Τζούιλιν ανασάλεψε ανήσυχα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι· ακόμα δεν είχε χωνέψει το ότι οι Μαύρες Άες Σεντάι υπήρχαν και δεν ήταν απλώς μια ιστορία που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα.
Θα πρέπει να είναι ευτυχισμένος που δεν γνωρίζει ό,τι κι εμείς. Η Νυνάβε παραδέχτηκε ότι η σκέψη της δεν ήταν τελείως λογική, αλλά, αν ήξερε ότι οι Αποδιωγμένοι το είχαν σκάσει, τότε ακόμα και η ανόητη εντολή που είχε λάβει από τον Ραντ να προσέχει τη Νυνάβε και την Ηλαίην δεν θα τον εμπόδιζε να το βάλει στα πόδια. Πάντως, ώρες-ώρες ήταν χρήσιμος. Και αυτός και ο Θομ. Τον Θομ τους τον είχε φορτώσει η Μουαραίν και ο άνθρωπος ήξερε πολλά για τον κόσμο, παρ’ όλο που ήταν απλός βάρδος.
«Αν μας ακολουθούσαν, θα μας είχαν πιάσει ως τώρα». Αυτό ήταν σίγουρα αληθινό, τόσο αργά που πήγαιναν συνήθως τα κάρα. «Με τη βοήθεια της τύχης, ακόμα δεν θα ξέρουν ποιες είμαστε».
Η Ηλαίην ένευσε με σκοτεινό βλέμμα, αλλά τώρα ήταν ο παλιός εαυτός της, και ξέπλυνε το πρόσωπό της. Όταν έβαζε στο μυαλό της κάτι, ήταν χειρότερη κι από τις γυναίκες των Δύο Ποταμών. «Η Λίαντριν και οι κολλητές της σίγουρα το έσκασαν από το Τάντσικο. Μπορεί όλες τους. Κι ακόμα δεν ξέρουμε ποια δίνει διαταγές στο Μαύρο Άτζα μέσα από το Λευκό Πύργο. Όπως θα έλεγε ο Ραντ, πρέπει να το κάνουμε, Νυνάβε».
Άθελά της, η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν αλήθεια ότι είχαν μια λίστα με έντεκα ονόματα, αλλά από τη στιγμή που θα επέστρεφαν στον Πύργο, οποιαδήποτε Άες Σεντάι έβρισκαν μπροστά τους μπορούσε να ανήκει στο Μαύρο Άτζα. Ή οποιαδήποτε συναντούσαν στο δρόμο. Φυσικά, ο καθένας που συναντούσαν θα μπορούσε να είναι Σκοτεινόφιλος, όμως δεν ήταν ίδιο πράγμα, ούτε κατά διάνοια.
«Πιο πολύ από το Μαύρο Άτζα», συνέχισε η Ηλαίην, «ανησυχώ για τη Μο―» Η Νυνάβε της ακούμπησε γοργά το μπράτσο κι έκανε ένα μικρό νεύμα με το κεφάλι προς τον Τζούιλιν. Η Ηλαίην έβηξε και συνέχισε, σαν να ήταν ο βήχας ο λόγος που είχε σταματήσει να μιλάει. «Για τη μητέρα μου. Δεν έχει λόγους να σε συμπαθήσει, Νυνάβε. Το αντίθετο μάλιστα».
«Είναι πολύ μακριά από δω». Η Νυνάβε χάρηκε που η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν μιλούσαν για τη μητέρα της Ηλαίην, αλλά για την Αποδιωγμένη, την οποία είχε νικήσει. Ένα μέρος του εαυτού της ευχόταν να ήταν μακριά τους η Μογκέντιεν. Πολύ μακριά.
«Μα αν είναι κοντά;»
«Δεν είναι», είπε με σιγουριά η Νυνάβε, αλλά ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους. Ένα μέρος του εαυτού της θυμόταν τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί στα χέρια της Μογκέντιεν κι επιθυμούσε πάνω απ’ όλα να την αντιμετώπιζε ξανά, να την νικούσε ξανά, αυτή τη φορά οριστικά. Όμως, τι θα συνέβαινε, αν η Μογκέντιεν την αιφνιδίαζε, αν την πλησίαζε, ενώ η Νυνάβε δεν θα ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να μπορεί να διαβιβάσει; Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για όλους τους Αποδιωγμένους, όπως και για όλες τις Μαύρες αδελφές, αλλά μετά τον καυγά τους στο Τάντσικο, η Μογκέντιεν είχε λόγους να τη μισεί προσωπικά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστη η σκέψη ότι μια Αποδιωγμένη ήξερε το όνομά σου και μάλλον ήθελε το κεφάλι σου στο πιάτο. Είναι καθαρή δειλία αυτό, σκέφτηκε αυστηρά. Δεν είσαι δειλή και δεν θα φερθείς σαν δειλή! Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να νιώθει μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά της κάθε φορά που σκεφτόταν τη Μογκέντιεν, θαρρείς και η γυναίκα ήταν πίσω της και την κοίταζε.