Выбрать главу

«Τι να πω, φαίνεται ότι έχω γίνει νευρική, επειδή συνέχεια κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου μήπως δω ληστές», είπε η Ηλαίην σαν να μην έτρεχε τίποτα, ενώ σκούπιζε το πρόσωπό της με την πετσέτα. «Και, να σου πω, μερικές φορές τώρα τελευταία που ονειρεύομαι, έχω την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί».

Η Νυνάβε τινάχτηκε, σαν να είχε επαναλάβει η Ηλαίην αυτό που σκεφτόταν και η ίδια, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι το “ονειρεύομαι” είχε ειπωθεί με κάποια έμφαση. Δεν ήταν οποιαδήποτε όνειρα, αλλά Τελ’αράν’ριοντ. Κάτι ακόμα που οι άνδρες δεν γνώριζαν. Η Νυνάβε είχε την ίδια αίσθηση, αλλά βέβαια ένιωθες συχνά αόρατα μάτια στον Κόσμο των Ονείρων. Ήταν μια άσχημη αίσθηση, αλλά το είχαν ξανασυζητήσει κι άλλοτε.

Πήρε ανάλαφρο τόνο. «Πάντως, η μητέρα σου δεν είναι στα όνειρά μας, Ηλαίην, αλλιώς θα μας είχε πιάσει από το αυτί». Η Μογκέντιεν μάλλον θα τις βασάνιζε τόσο που θα εκλιπαρούσαν το θάνατο. Ή θα ετοίμαζε έναν κύκλο από δεκατρείς Μαύρες αδελφές και δεκατρείς Μυρντράαλ· έτσι θα σε μπορούσε να σε στρέψει στη Σκιά ενάντια στη θέληση σου, να σε δεσμεύσει με τον Σκοτεινό. Ίσως μάλιστα αυτό να μπορούσε να το κάνει η Μογκέντιεν μόνη της... Μην γίνεσαι γελοία, κορίτσι μου! Αν μπορούσε, θα το είχε κάνει. Δεν θυμάσαι ότι τη νίκησες;

«Ελπίζω όχι», αποκρίθηκε ήρεμα η άλλη.

«Τι θα γίνει, θα με αφήσεις να πλυθώ;» ρώτησε εκνευρισμένη η Νυνάβε. Καλά έκανε και την καθησύχαζε, αλλά δεν χρειαζόταν να συζητάνε τόσο για τη Μογκέντιεν. Η Αποδιωγμένη πρέπει να ήταν κάπου μακριά· δεν θα τις είχε αφήσει να έρθουν απρόσκοπτα ως εδώ, αν ήξερε πού βρίσκονταν. Το Φως να δώσει να είναι αυτό αλήθεια!

Η Ηλαίην άδειασε και ξαναγέμισε η ίδια τον κουβά. Συνήθως ήταν πολύ καλή κοπέλα, όταν θυμόταν ότι δεν βρισκόταν στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν. Κι όταν δεν χαζολογούσε. Η Νυνάβε θα το φρόντιζε αυτό μόλις επέστρεφε ο Θομ.

Με το που η Νυνάβε είχε πλέον απολαύσει την καθαριότητά της, πλένοντας αργά και δροσιστικά το πρόσωπο και τα χέρια της, νοικοκύρεψε την κατασκήνωσή τους και έβαλε τον Τζούιλιν να σπάσει τα ξερά κλαριά των δένδρων, ώστε να τα έχουν έτοιμα για τη φωτιά. Όταν επέστρεψε ο Θομ με δύο ψάθινα καλάθια κρεμασμένα στην πλάτη του αλόγου του, οι κουβέρτες της Νυνάβε και της Ηλαίην βρίσκονταν απλωμένες κάτω από το κάρο, ενώ των ανδρών κάτω από τα κρεμάμενα κλαδιά μιας ιτιάς που έφτανε σε ύψος τα έξι μέτρα, υπήρχε μια καλή στοίβα ξύλα για τη φωτιά, η τσαγιέρα κρύωνε πλάι στις στάχτες της φωτιάς σ’ έναν κύκλο απ’ όπου είχαν μαζέψει τα φύλλα, και τα χοντρά πήλινα κύπελλα ήταν πλυμένα. Ο Τζούιλιν γκρίνιαζε και μονολογούσε, καθώς κουβαλούσε νερό από το ποταμάκι για να ξαναγεμίσει τα βαρέλια. Η Νυνάβε, από τα λίγα αποσπάσματα που άκουγε καθαρά, χαιρόταν που τα έλεγε μέσα από τα δόντια του. Η Ηλαίην, που καθόταν ισορροπώντας σ’ ένα ρυμό του κάρου, μετά βίας έκρυβε την προσπάθειά της να διακρίνει τα λόγια του, Και οι δύο γυναίκες είχαν βάλει καθαρά φορέματα στην άλλη μεριά του κάρου και κατά τύχη είχαν αλλάξει μεταξύ τους τα χρώματα των προηγούμενων.

Ο Θομ έβαλε πέδικλα στα μπροστινά πόδια του μουνουχιού, κατέβασε με ευκολία τα βαριά καλάθια και τα άνοιξε. «Το Μαρντέσιν δεν είναι πλούσιο όσο δείχνει από μακριά». Άφησε στο χώμα ένα διχτάκι με μικρά μήλα κι ένα άλλο που είχε ένα είδος πράσινων λαχανικών όλο φύλλα. «Τώρα που διακόπηκε το εμπόριο με το Τάραμπον, η πόλη μαραζώνει». Τα υπόλοιπα ψώνια ήταν σακιά με ξερά φασόλια και γογγύλια, κι επίσης παστά χοιρομέρια και βοδινό κρέας συντηρημένο με πιπέρι. Και μια γκρίζα πήλινη φιάλη σφραγισμένη με κερί, που η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως περιείχε μπράντυ· οι άνδρες παραπονούνταν που δεν είχαν κατιτίς ακόμα, όσο κάπνιζαν τις πίπες τους τα δειλινά. «Δεν κάνεις βήμα χωρίς να δεις Λευκομανδίτες. Η φρουρά έχει καμιά πενηνταριά από δαύτους και ο στρατώνας βρίσκεται στην άλλη μεριά της γέφυρας, πίσω από το λόφο στην πέρα άκρη της πόλης. Είχε πολύ περισσότερους άνδρες, όμως φαίνεται ότι ο Πέντρον Νάιαλ μαζεύει από παντού Λευκομανδίτες για να τους στείλει στο Άμαντορ». Χάιδεψε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων το μακρύ μουστάκι του και στάθηκε συλλογισμένος για λίγο. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκαρώνει». Ο Θομ δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε η άγνοια· συνήθως του αρκούσαν μερικές ώρες σ’ ένα καινούριο μέρος για να ξετρυπώσει τα παιχνίδια μεταξύ Οίκων ευγενών και Οίκων εμπόρων, τις συμμαχίες και τις μηχανορραφίες και τις πλεκτάνες που αποτελούσαν το λεγόμενο Παιχνίδι των Οίκων. «Όλες οι φήμες λένε ότι ο Νάιαλ προσπαθεί να σταματήσει έναν πόλεμο μεταξύ του Ίλιαν και της Αλτάρα. Ή μεταξύ του Ίλιαν και του Μουράντυ. Δεν υπάρχει λόγος να συγκεντρώνει τους στρατιώτες του εκεί. Ένα έχω να σου πω όμως. Ό,τι και να λέει εκείνος ο υπολοχαγός, τα τρόφιμα που στέλνονται στο Τάραμπον πληρώνονται από το Φόρο του Βασιλιά, κι ο κόσμος είναι δυσαρεστημένος. Δεν θέλουν να ταΐζουν τους Ταραμπονέζους».