«Δεν μας αφορούν ο Βασιλιάς Άιλρον και ο Άρχοντας Διοικητής», είπε η Νυνάβε, ενώ κοίταζε εξεταστικά όσα είχε κουβαλήσει. Τρία παστά χοιρομέρια! «Θα περάσουμε όσο πιο γρήγορα και διακριτικά μπορούμε από την Αμαδισία. Ίσως η Ηλαίην κι εγώ σταθούμε τυχερότερες από σένα, αν ψάξουμε για λαχανικά. Θέλεις να πάμε μια βολτούλα, Ηλαίην;»
Η Ηλαίην σηκώθηκε αμέσως, έσιαξε το γκρίζο φουστάνι της και πήρε το καπέλο της από το κάρο. «Είναι ό,τι πρέπει μετά το σκληρό κάθισμα του κάρου. Ίσως να ήταν διαφορετικά, αν ο Θομ και ο Τζούιλιν με άφηναν να ιππεύω πιο συχνά τον Σκάλκερ». Το καλό ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είχε κοιτάξει κοκέτικα τον γέρο-βάρδο.
Ο Θομ και ο Τζούιλιν αλληλοκοιτάχτηκαν και ο Δακρυνός ληστοκυνηγός έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη του σακακιού του, όμως η Νυνάβε τον πρόφτασε, προτού το πετάξει. «Μια χαρά θα πάμε μόνες μας. Αποκλείεται να μπλέξουμε σε φασαρίες με τόσους Λευκομανδίτες να επιβάλλουν την τάξη». Φόρεσε το καπέλο της, έδεσε τη μαντήλα κάτω από το σαγόνι της και τους κοίταξε αυστηρά. «Πέραν τούτου, όλα αυτά τα πράγματα που έφερε ο Θομ πρέπει να μπουν στη θέση τους». Οι δύο άνδρες ένευσαν· αργά και απρόθυμα μεν, αλλά ένευσαν. Μερικές φορές παραέπαιρναν στα σοβαρά το ρόλο του υποτιθέμενου προστάτη.
Εκείνη και η Ηλαίην είχαν φτάσει στον άδειο δρόμο και προχωρούσαν στην άκρη του, πλάι στο αραιό γρασίδι για να μην σηκώνουν σκόνη, και μόνο τότε η Νυνάβε ξεκαθάρισε στο μυαλό της πώς να θίξει αυτό που ήθελε να πει. Προτού όμως ανοίξει το στόμα, η Ηλαίην της είπε, «Προφανώς θέλεις να μου μιλήσεις κατ’ ιδίαν, Νυνάβε, Αφορά στη Μογκέντιεν;»
Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της και τη λοξοκοίταξε. Δεν έπρεπε να ξεχνά ότι η Ηλαίην δεν ήταν χαζή. Απλώς έτσι φερόταν. Η Νυνάβε αποφάσισε να μην αφήσει τα νεύρα της να ξεσπάσουν· τυχόν καυγάς θα επιδείνωνε την ήδη δύσκολη συζήτηση. «Δεν είναι αυτό, Ηλαίην». Η κοπέλα πίστευε ότι έπρεπε να προσθέσουν και τη Μογκέντιεν στη λίστα εκείνων που κυνηγούσαν· απ’ ό,τι φαινόταν, δεν καταλάβαινε τη διαφορά μεταξύ μιας Αποδιωγμένης και της Λίαντριν, παραδείγματος χάρη, ή της Τσέσμαλ. «Σκέφτηκα ότι θα ’πρεπε να συζητήσουμε τη συμπεριφορά σου απέναντι στον Θομ».
«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις», απάντησε η Ηλαίην, κοιτώντας ευθεία μπροστά της κατά την πόλη, όμως το ξαφνικό κοκκίνισμα στα μάγουλά της τη διέψευδε.
«Όχι μόνο είναι αρκετά μεγάλος για να ’ναι πατέρας σου και παραπάνω, αλλά―»
«Δεν είναι ο πατέρας μου!» ξέσπασε η Ηλαίην. «Ο πατέρας μου ήταν ο Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ, Πρίγκιπας της Καιρχίν και Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού του Άντορ!» Έσιαξε το καπέλο της, που δεν είχε στραβώσει, και συνέχισε μιλώντας πιο ήρεμα, όμως όχι πολύ πιο ήρεμα. «Με συγχωρείς, Νυνάβε. Δεν ήθελα να βάλω τις φωνές».
Συγκρατήσου, θύμισε η Νυνάβε στον εαυτό της. «Νόμιζα ότι είσαι ερωτευμένη με τον Ραντ», είπε, δίνοντας τρυφερή χροιά στη φωνή της. Δεν ήταν εύκολο. «Έτσι έλεγαν πάντως τα μηνύματα που με έβαλες να στείλω στην Εγκουέν γι’ αυτόν. Φαντάζομαι πως κι εσύ της λες τα ίδια».
Το πρόσωπο της άλλης γυναίκας κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Τον αγαπώ, όμως... Είναι πολύ μακριά, Νυνάβε. Είναι στην Ερημιά, κυκλωμένος από χίλιες Κόρες του Δόρατος που τρέχουν να κάνουν το θέλημά του. Δεν μπορώ να τον δω, να του μιλήσω, να τον αγγίξω». Η φωνή της στο τέλος είχε γίνει ψίθυρος.
«Δεν πιστεύω να φαντάζεσαι ότι θα βρει καμιά Κόρη», έκανε απορημένη η Νυνάβε. «Είναι άνδρας, αλλά δεν είναι τόσο ρηχός, κι, εκτός αυτού, αν κοίταζε με άλλο μάτι κάποια Κόρη, αυτή θα τον κάρφωνε με το δόρυ, κι ας είναι από την Αυγή και τα λοιπά. Τέλος πάντων, η Εγκουέν λέει ότι η Αβιέντα σού τον φυλάει».