«Το ξέρω, αλλά... έπρεπε να του είχα δείξει στα σίγουρα ότι τον αγαπώ». Μιλούσε με αποφασισμένο τόνο. Και ανήσυχο. «Έπρεπε να του το είχα πει».
Η Νυνάβε σχεδόν δεν είχε κοιτάξει άλλον άνδρα πριν από τον Λαν, τουλάχιστον όχι στα σοβαρά, αλλά ως Σοφία είχε δει και είχε μάθει πολλά· από τις παρατηρήσεις της προέκυπτε ότι δεν υπήρχε πιο σίγουρος τρόπος να κάνεις έναν άνδρα να το βάλει στα πόδια, εκτός αν το «σ’ αγαπώ» το έλεγε πρώτα εκείνος.
«Νομίζω ότι η Μιν είχε μια θέαση», συνέχισε η Ηλαίην. «Με μένα και τον Ραντ. Πάντα αστειευόταν ότι πρέπει να τον μοιραστούμε, αλλά νομίζω ότι δεν ήταν αστείο και πως δεν είχε το θάρρος να πει τι στ’ αλήθεια είχε δει».
«Αυτό είναι εξωφρενικό». Οπωσδήποτε ήταν εξωφρενικό. Αν και στο Δάκρυ η Αβιέντα της είχε μιλήσει για ένα ελεεινό Αελίτικο έθιμο... Εσύ μοιράζεσαι τον Λαν με τη Μουαραίν, ψιθύρισε μια φωνούλα. Δεν είναι το ίδιο πράγμα! της απάντησε απότομα. «Είσαι σίγουρη ότι ήταν από τα οράματα που βλέπει η Μιν;»
«Ναι. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη, όμως όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι. Αστειευόταν γι’ αυτό τόσο συχνά, ώστε αποκλείεται να σήμαινε κάτι άλλο».
Πάντως, ό,τι κι αν είχε δει η Μιν, ο Ραντ δεν ήταν Αελίτης. Ίσως βέβαια να είχε Αελίτικο αίμα, όπως ισχυρίζονταν οι Σοφές, αλλά είχε μεγαλώσει στους Δύο Ποταμούς, και η Νυνάβε δεν θα καθόταν άπραγη αφήνοντάς τον να υιοθετήσει τους πονηρούς τρόπους των Αελιτών. Ούτε και η Ηλαίην θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. «Αυτός είναι ο λόγος που―» δεν θα έλεγε πέφτεις στην αγκαλιά του «-πειράζεις τον Θομ;»
Η Ηλαίην τη λοξοκοίταξε και τα μάγουλά της είχαν ξανακοκκινίσει. «Χίλιες λεύγες μας χωρίζουν, Νυνάβε. Νομίζεις ότι ο Ραντ αποφεύγει να κοιτάξει άλλες γυναίκες; “Ο άνδρας είναι άνδρας, είτε στο θρόνο είτε στο χοιροστάσιο”». Είχε μεγάλο απόθεμα από παροιμίες που της είχε μάθει η παραμάνα της, μια μυαλωμένη γυναίκα ονόματι Λίνι· η Νυνάβε ευχόταν να τη γνώριζε κάποια μέρα.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φλερτάρεις μόνο και μόνο επειδή ίσως αυτό κάνει ο Ραντ». Απέφυγε να μνημονεύσει πάλι την ηλικία του Θομ. Ο Λαν είναι αρκετά μεγάλος για να ’ναι πατέρας σου, μουρμούρισε εκείνη η φωνούλα. Αγαπάω τον Λαν. Αν έβρισκα τρόπο να τον γλιτώσω από τη Μουαραίν... Δεν είναι αυτό το θέμα τώρα! «Ο Θομ είναι άνθρωπος με μυστικά, Ηλαίην. Μην ξεχνάς ότι η Μουαραίν τον έστειλε μαζί μας. Ό,τι κι αν είναι, σίγουρα δεν πρόκειται για έναν απλό βάρδο που τριγυρνά στα χωριά».
«Ήταν σπουδαίος άνθρωπος κάποτε», είπε μαλακά η Ηλαίην. «Θα μπορούσε να ήταν ακόμα σπουδαιότερος, με εξαίρεση τον έρωτα».
Ακούγοντάς το αυτό, η Νυνάβε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο τα νεύρα της. Όρμηξε στην κοπέλα, αρπάζοντάς την από τους ώμους. «Ο άνθρωπος δεν ξέρει αν πρέπει να σου δώσει ένα χέρι ξύλο ή... ή... αν πρέπει να τρέξει και να κρυφτεί!»
«Το ξέρω». Η Ηλαίην αναστέναξε δυστυχισμένα. «Μα δεν ξέρω τι άλλο να κάνω».
Η Νυνάβε έτριξε τα δόντια της για να μην της ρίξει καμία ανάποδη. «Αν σε άκουγε η μητέρα σου, θα έστελνε τη Λίνι να σε πάρει πίσω στο παιδικό σου δωμάτιο!»
«Δεν είμαι πια παιδί, Νυνάβε». Η φωνή της Ηλαίην ήταν τεταμένη και τα μάγουλά της ήταν κόκκινα, αλλά όχι από ντροπή. «Είμαι γυναίκα όσο και η μητέρα μου».
Η Νυνάβε ξεκίνησε να προχωρά προς το Μαρντέσιν, σφίγγοντας την πλεξούδα της τόσο δυνατά που την πόνεσαν τα δάχτυλα.
Ύστερα από μερικές δρασκελιές, η Ηλαίην την πρόφτασε. «Στ’ αλήθεια θα πάρουμε λαχανικά;» Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, ο τόνος της ελαφρύς.
«Είδες τι κουβάλησε ο Θομ;» είπε με ένταση στη φωνή της η Νυνάβε.
Η Ηλαίην ανατρίχιασε επιδεικτικά. «Τρία χοιρομέρια. Κι εκείνο το φριχτό το πιπεράτο βοδινό! Θα έτρωγαν ποτέ οι άνδρες κάτι άλλο εκτός από κρέας, αν δεν ήμασταν εμείς να τους το βάλουμε στο πιάτο;»
Τα νεύρα της Νυνάβε ηρέμησαν, καθώς οι δυο τους προχωρούσαν μιλώντας για τις αδυναμίες του ασθενούς φύλου —τους άνδρες, φυσικά― και άλλα τέτοια απλά πράγματα. Δεν ηρέμησαν τελείως, φυσικά. Συμπαθούσε την Ηλαίην, απολάμβανε τη συντροφιά της· πού και πού της φαινόταν ότι η κοπέλα ήταν πράγματι αδελφή της Εγκουέν, όπως προσφωνούσαν μερικές φορές η μια την άλλη. Όταν η Ηλαίην δεν κουνούσε την ουρά της στους άνδρες. Ο Θομ φυσικά μπορούσε να το σταματήσει, αλλά ο γερο-ανόητος της έδειχνε ανοχή, όπως θα ’κανε ένας στοργικός πατέρας στην αγαπημένη του κόρη, ακόμα κι όταν δεν ήξερε τι να κάνει μαζί της. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η Νυνάβε σκόπευε να βρει μια άκρη. Όχι για χατίρι του Ραντ, αλλά επειδή αυτή η συμπεριφορά δεν τιμούσε την Ηλαίην. Έκανε λες και είχε κολλήσει κάποιον παράξενο πυρετό. Η Νυνάβε σκόπευε να τον γιατρέψει.
Οι δρόμοι του Μαρντέσιν ήταν στρωμένοι με γρανιτένιες πλάκες, φθαρμένες από γενιές ολόκληρες ποδιών και τροχών, και όλα τα κτήρια ήταν από τούβλα ή από πέτρα. Μερικά ήταν άδεια, τόσο τα μαγαζιά όσο και τα σπίτια και μερικές φορές η πόρτα έχασκε, έτσι ώστε η Νυνάβε μπορούσε να δει το γυμνό εσωτερικό τους. Είδε τρία σιδεράδικα, τα δύο εγκαταλειμμένα, και στο τρίτο τον σιδερά να τρίβει αποκαρδιωμένος τα εργαλεία του με λάδι, ενώ τα αμόνια ήταν κρύα. Σ’ ένα πανδοχείο με λιθοκέραμα στη στέγη, όπου οι άνδρες κάθονταν αργόσχολοι στους πάγκους της πρόσοψής του, υπήρχαν μερικά σπασμένα παράθυρα, και σ’ ένα άλλο ο στάβλος του, που ήταν κολλητά με το κτήριο, είχε πόρτες που μισοκρέμονταν από τους μεντεσέδες και μια σκονισμένη άμαξα στην αυλή, ενώ μια ξεχασμένη χήνα είχε φωλιάσει στο ψηλό κάθισμα του αμαξά. Κάποιος σε κείνο το πανδοχείο έπαιζε το μπίτερν· έμοιαζε να είναι “Το Πέταγμα του Ερωδιού”, όμως ο σκοπός ακουγόταν ξεψυχισμένος. Η πόρτα ενός άλλου πανδοχείου ήταν φραγμένη με δυο αγκαθερές σανίδες που είχαν καρφώσει.