Выбрать главу

«Η πλάτη μου ακουμπάει σ’ ένα δέντρο», είπε η Σούζαν. «Κοιτάξτε - κάτι φέγγει! Πέρα, εκεί».

«Μα το ναι, καλά λες», είπε ο Πήτερ. «Κοιτάξτε εδώ - και κει. Παντού δέντρα. Και κείνο το υγρό πράγμα ήτανε χιόνι. Ε λοιπόν, θαρρώ πως μπήκαμε επιτέλους στο δάσος της Λούσυ».

Τώρα πια δε χωρούσε αμφιβολία, και τα τέσσερα παιδιά στάθηκαν μισοκλείνοντας τα μάτια στο φως της χειμωνιάτικης μέρας. Πίσω τους κρέμονταν τα πανωφόρια στις κρεμάστρες, και μπροστά τους είχαν δέντρα χιονισμένα.

Ο Πήτερ γύρισε στη Λούσυ:

«Με συγχωρείς που δε σε πίστευα», είπε. «Λυπάμαι πολύ. Φίλοι;» και της έδωσε το χέρι.

«Άκου λόγια!» είπε η Λούσυ και του το ’σφιξε.

«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε η Σούζαν.

«Τι κάνουμε; Φυσικά, πάμε να εξερευνήσουμε το δάσος», είπε ο Πήτερ.

«Μπρρρ!» έκανε η Σούζαν χτυπώντας τα πόδια της. «Έβαλε ένα κρύο! Τι λέτε, φοράμε κανένα από τούτα τα πανωφόρια;».

«Μα δεν είναι δικά μας», είπε δισταχτικά ο Πήτερ.

«Κανείς δεν πρόκειται να θυμώσει», είπε η Σούζαν. «Στο κάτω κάτω, δε θα τα βγάλουμε από το σπίτι· ούτε καν από τη ντουλάπα!».

«Ε λοιπόν, ούτε που το σκέφτηκα!» είπε ο Πήτερ. «Βέβαια, έτσι όπως το λες τώρα, το καταλαβαίνω. Κανένας δε θα σε κατηγορήσει πως του βούτηξες το παλτό, αν το αφήσεις εκεί που το βρήκες. Κι έπειτα, όλη τούτη η χώρα μπορεί να είναι μέσα στη ντουλάπα».

Κι έτσι εφαρμόσαν στη στιγμή το σχέδιο της Σούζαν, που ήταν και πολύ λογικό. Τα πανωφόρια τους έπεφταν μεγάλα, πιο πολύ με βασιλικούς μανδύες έμοιαζαν, έτσι που τους φτάναν ως τα παπούτσια. Όλοι τους όμως ένιωσαν πιο ζεστά, κι ο καθένας πίστευε πως οι άλλοι είναι πιο όμορφοι με το καινούριο τους ρούχο και πιο ταιριαστοί με το τοπίο.

«Να παίξουμε πως είμαστε εξερευνητές στην Αρκτική», είπε η Λούσυ.

«Μπα, και χωρίς να παίξουμε τίποτα θα ’χει μεγάλη πλάκα», είπε ο Πήτερ, και πήρε πρώτος το δρόμο για το δάσος. Πάνω τους κρέμονταν βαριά σκοτεινά σύννεφα, και φαινόταν πως, πριν νυχτώσει, θα χιονίσει πάλι.

«Δε μου λέτε», είπε σε λίγο ο Έντμουντ, «δεν κόβουμε λίγο πιο αριστερά - δηλαδή, αν θέλουμε να φτάσουμε στο φανοστάτη». Για μια στιγμή είχε ξεχάσει πως έπρεπε να παραστήσει ότι πρώτη φορά βρισκότανε στο δάσος. Μα μόλις του ξέφυγαν τα λόγια αυτά, ένιωσε πως προδόθηκε. Όλοι σταμάτησαν και τον κοίταξαν άγρια. Ο Πήτερ σφύριξε.

«Ώστε λοιπόν, στ’ αλήθεια είχες έρθει εκείνη τη φορά!» είπε. «Τότε που μας είπε η Λούσυ πως σε συνάντησε - και την έβγαλες ψεύτρα!».

Έπεσε νεκρική σιγή. «Έχω δει τέρατα και τέρατα ―» είπε ο Πήτερ, κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους και δεν ξαναμίλησε. Πραγματικά, δε φαινόταν να μένει και τίποτ’ άλλο να πει, και σε λίγο οι τέσσερις συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Έντμουντ όμως έλεγε και ξανάλεγε μέσα του: «Θα μου το πληρώσετε όλοι σας, ψηλομύτηδες και φαντασμένοι!».

«Πού πάμε τέλος πάντων;» είπε η Σούζαν, πιο πολύ για ν’ αλλάξει θέμα.

«Εγώ λέω να μας οδηγήσει η Λούσυ», είπε ο Πήτερ. «Έτσι κι αλλιώς, της αξίζει να γίνει αρχηγός. Λοιπόν Λούσυ, τι προτείνεις;».

«Τι λέτε, πάμε στον κύριο Τούμνους;» είπε η Λούσυ. «Είναι ο καλός Φαύνος που σας έλεγα».

Συμφώνησαν όλοι και ξεκινήσαν γρήγορα, χτυπώντας τα πόδια για να ζεσταθούν. Η Λούσυ αποδείχτηκε πρώτης τάξεως αρχηγός. Στην αρχή φοβόταν μήπως δε βρει το δρόμο, αλλά θυμήθηκε πρώτα ένα παράξενο δέντρο σε μια μεριά, έπειτα ένα κούτσουρο παρακάτω, και σε λίγο τους έφερε σε τόπους απόκρη μνους και τραχιούς, μπήκαν στη μικρή κοιλάδα και με τα πολλά βρήκαν την πόρτα της σπηλιάς του κυρίου Τούμνους. Εκεί όμως τους περίμενε μια φριχτή έκπληξη.

Η πόρτα ήταν βγαλμένη από τους μεντεσέδες της και την είχαν κάνει κομματάκια. Μέσα, η σπηλιά ήταν κρύα και σκοτεινή, και μύριζε υγρασία, σα σπίτι που έμεινε κάμποσο ακατοίκητο. Χιόνι είχε μπει από τη σπασμένη πόρτα κι ήταν τώρα σωριασμένο στο πάτωμα, ανάκατο με κάτι μαυραδάκια που, όπως αποδείχτηκε, ήταν τ’ αποκαΐδια και οι στάχτες από τη φωτιά. Φαινόταν πως κάποιος την είχε σκορπίσει στο δωμάτιο κι έπειτα την ποδοπάτησε για να σβήσει. Τα γυαλικά ήταν τσακισμένα στο πάτωμα και η εικόνα του πατέρα-Φαύνου κομμένη λουρίδες με το μαχαίρι.

«Γυαλιά καρφιά τα κάνανε», είπε ο Έντμουντ· «δε βγήκε τίποτα που ήρθαμε ως εδώ, τζάμπα ο κόπος».

«Τι ’ναι τούτο;» έκανε ο Πήτερ σκύβοντας. Είχε προσέξει ένα χαρτάκι καρφωμένο στο πάτωμα πάνω απ’ το χαλί.

«Γράφει τίποτα;» ρώτησε η Σούζαν.

«Ναι, θαρρώ πως κάτι γράφει», είπε ο Πήτερ, «μα δε βλέπω καλά να το διαβάσω σ’ αυτό το φως. Πάμε έξω».

Βγήκαν όλοι στο φως της μέρας, μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον Πήτερ, κι αυτός τους διάβασε τα παρακάτω:

Ο πρώην ένοικος του σπηλαίου τούτου, Τούμνους ο Φαύνος, είναι υπό κράτησιν και περιμένει να δικασθεί με την κατηγορίαν της Εσχάτης Προδοσίας κατά της Αυτής Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος Τζάντις, Βασιλίσσης της Νάρνια, Πυργοδεσποίνης του Κάιρ Πάραβελ, Αυτοκρατείρας των Νησιών της Ερημιάς κλπ. κλπ., καθώς επίσης και διότι συνέδραμε τους εχθρούς τής ως άνω Μεγαλειότητος, παρέσχεν άσυλον εις κατασκόπους και συνήψε φιλικάς σχέσεις μετά Ανθρώπων.