Выбрать главу

Και τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν ήξερε ποιος είναι ο Ασλάν, όπως δεν ξέρετε και σεις· τη στιγμή όμως που ο Κάστορας ξεστόμισε τα λόγια εκείνα, καθένας τους ένιωσε και κάτι αλλιώτικο. Μπορεί να σας έχει τύχει, μέσα σε όνειρο, να σας πούνε κάτι που δεν το καταλαβαίνετε, αλλά να νιώσετε πως μέσα στο όνειρο έχει μεγάλη σημασία -είτε τρομερή, που κάνει το όνειρο εφιάλτη, ή όμορφη, τόσο όμορφη που δεν παρασταίνεται με λόγια, και κάνει τ’ όνειρο τόσο θαυμάσιο, που το θυμόσαστε σ’ όλη σας τη ζωή και πάντα λαχταράτε να το ξαναζήσετε. Κάτι τέτοιο λοιπόν έγινε και τώρα. Ακούγοντας το όνομα του Ασλάν, τα παιδιά ένιωσαν κάτι να σκιρτάει μέσα τους. Ο Έντμουντ πλημμύρισε με ανεξήγητο τρόμο. Ο Πήτερ ένιωσε ξάφνου γενναίος κι έτοιμος για περιπέτειες. Η Σούζαν ρίγησε σα να κυλούσε μέσα της μια υπέροχη ευωδιά, ή ονειρεμένη μουσική. Και η Λούσυ ένιωσε όπως νιώθεις καμιά φορά όταν ξυπνάς το πρωί και καταλαβαίνεις πως άρχισαν διακοπές ή μπήκε το καλοκαίρι.

«Και ο κύριος Τούμνους; Πού τον έχουνε;» είπε η Λούσυ.

«Σσσς!» έκανε ο Κάστορας. «Όχι εδώ. Πρέπει να πάμε κάπου που να μπορούμε να κουβεντιάσουμε ήσυχα και να φάμε και κάτι».

Τώρα πια κανείς, εκτός από τον Έντμουντ, δε δίσταζε να εμπιστευτεί τον Κάστορα - και όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, χάρηκαν που άκουσαν να γίνεται λόγος για φαΐ. Βιάστηκαν λοιπόν ν’ ακολουθήσουν τον καινούριο τους φίλο, που τους οδήγησε με απίστευτη σβελτάδα, και πάντα από τα πιο πυκνά μέρη του δάσους, καμιά ώρα δρόμο. Όλοι ένιωθαν κατάκοποι και πεινασμένοι, όταν ξαφνικά· τα δέντρα άρχισαν ν’ αραιώνουν μπροστά τους και το έδαφος έγινε απότομη κατηφοριά. Μισό λεπτό αργότερα είχαν πάνω τους τον ουρανό (ο ήλιος έλαμπε ακόμα), κι ένα υπέροχο θέαμα κάτω απ’ τα πόδια τους.

Βρισκόντουσαν στο χείλος μιας απότομης στενής κοιλάδας, όπου κυλούσε ένα μεγάλο ποτάμι - ή μάλλον θα κυλούσε, ώσπου πάγωσε. Ακριβώς κάτω από το σημείο που στάθηκαν, ένα φράγμα έκοβε το ποτάμι, και βλέποντας το θυμήθηκαν όλοι τους πως οι κάστορες πάντα φτιάχνουν φράγματα, κι ένιωσαν απόλυτα βέβαιοι πως τούτο εδώ το είχε φτιάξει ο κύριος Κάστορας. Πρόσεξαν ακόμα πως ο φίλος τους είχε πάρει μια πολύ σεμνή έκφραση - όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι, όταν σου δείχνουν τον κήπο που έφτιαξαν με τα χέρια τους, ή σου ζητάνε να διαβάσεις ένα διήγημα που έγραψαν. Έτσι, για να είναι εντάξει με τους τύπους, η Σούζαν είπε, «Τι όμορφο φράγμα!». Και τούτη τη φορά ο κύριος Κάστορας δεν απάντησε «Σσσσς!» αλλά, «Ψιλοπράγματα! Ψιλοπράγματα! Μήτε έχει τελειώσει, εδώ που τα λέμε!».

Πάνω από το φράγμα φαινόταν κάτι που κάποτε θα ήταν βαθιά λιμνούλα, μόνο που τώρα είχε γίνει ένα ίσιο πάτωμα από σκούρο πράσινο πάγο. Και κάτω από το φράγμα, πολύ πιο χαμηλά, είδαν κι άλλους πάγους, όχι λείους όμως, που είχαν πήξει σε αφρισμένα και κυματιστά σχήματα, σαν το νερό που κυλούσε ορμητικά τη στιγμή που έπεσε η παγωνιά. Και κει που τιναζόταν το νερό και πιτσιλούσε το φράγμα, είχε τώρα έναν αστραφτερό τοίχο από παγοκρύσταλλα, λες και σε κείνη τη μεριά το φράγμα ήταν γεμάτο λουλούδια και στεφάνια και γιρλάντες από ζάχαρη άχνη. Και πέρα, στη μέση, προς την κορυφή του φράγματος, είχε ένα αστείο σπιτάκι, σαν πελώρια κυψέλη· από μια τρύπα της σκεπής του έβγαινε καπνός, έτσι που μόλις το αντίκριζες (και μάλιστα αν πεινούσες) ο νους σου πήγαινε αμέσως στο μαγείρεμα και ένιωθες μεγαλύτερη πείνα από πρώτα.

Αυτό κυρίως πρόσεξαν οι άλλοι· ο Έντμουντ όμως πρόσεξε και κάτι άλλο. Λίγο πιο χαμηλά από τούτο το ποτάμι, ήταν κι άλλο ένα μικρό ποταμάκι που κατέβαινε σε μια μικρούτσικη κοιλάδα και το συναντούσε. Και πάνω από τη μικρή κοιλάδα, ο Έντμουντ ξεχώρισε δυο μικρούς λόφους, κι ήταν σχεδόν σίγουρος πως εκείνους τους λόφους του ’δειξε η Λευκή Μάγισσα όταν αποχωρίζονταν τις προάλλες στο φανοστάτη. Ε λοιπόν, ανάμεσά τους έπρεπε να βρίσκεται το παλάτι της, ούτ’ ένα μίλι απόσταση καλά καλά. Θυμήθηκε τότε τα λουκούμια, και που θα γινόταν Βασιλιάς («Για να δούμε πώς θα του φανεί του Πήτερ», σκέφτηκε) και τρομερές ιδέες του κατέβηκαν στο κεφάλι.

«Φτάσαμε», είπε ο κύριος Κάστορας, «και μου φαίνεται πως η κυρία Καστορίνα μας περιμένει. Ακολουθήστε με. Το νου σας μόνο μη φάτε καμιά γλίστρα».

Η κορυφή του φράγματος ήταν αρκετά φαρδουλή για να περπατάς, όμως (για τους ανθρώπους) δεν ήταν και πολύ ευχάριστο σεργιάνι, γιατί το σκέπαζε ο πάγος και, μόλο που η παγωμένη λιμνούλα από τη μια μεριά του έφτανε στα ίσια, από την άλλη είχε ένα φοβερό γκρεμό ίσαμε το πιο χαμηλό ποτάμι. Από τούτο το δρομάκι πέρασαν, μπροστά ο κύριος Κάστορας και πίσω ένα ένα τα παιδιά, κι έφτασαν στη μέση, απ’ όπου έβλεπαν δεξιά κι αριστερά ολόκληρο το ποτάμι ως πέρα. Και κει ακριβώς βρισκόταν η πορτούλα του σπιτιού.