Выбрать главу

«Κάποια στιγμή θα την πατήσεις, Γκρένταλ. Όλο και κάποιος επισκέπτης θα αναγνωρίσει ποια ήταν αυτή που του σέρβιρε κρασί ή του έστρωσε το κρεβάτι, και θα έχει τη σύνεση να κρατήσει το στόμα του κλειστό μέχρι να φύγει. Τι θα κάνεις αν επιτεθεί κανείς στο παλάτι με έναν στρατό για να σώσει σύζυγο ή αδελφή; Τα βέλη δεν είναι αστραπολόγχες, αλλά μπορούν να σε σκοτώσουν».

Εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε, αφήνοντας μια τρίλια κεφιού κι ιλαρότητας, δείχνοντας τόσο ανόητη ώστε να μην έχει καταλάβει την υπαινικτική απειλή. Δείχνοντας ανόητη, για όσους δεν την ήξεραν. «Αχ, Σαμαήλ, γιατί να τους αφήσω να δουν οτιδήποτε εκτός από αυτό που θέλω εγώ να δουν; Δεν στέλνω βέβαια τα ζωάκια μου να τους υπηρετήσουν. Ο υποστηρικτές του Αλσάλαμ κι οι αντίπαλοι του, ακόμα κι οι Δρακορκισμένοι, φεύγουν από δω νομίζοντας ότι υποστηρίζω αυτούς και μόνο αυτούς. Και δεν θέλουν να ενοχλήσουν μια ανήμπορη γυναίκα». Ο Σαμαήλ ένιωσε ένα μικρό γαργάλημα στο δέρμα καθώς η Γκρένταλ διαβίβαζε, και για μια στιγμή η εικόνα της μεταμορφώθηκε. Η επιδερμίδα της έγινε μπρούντζινη αλλά χωρίς λάμψη, τα μαλλιά και τα μάτια πήραν σκούρο, σβησμένο χρώμα· έμοιαζε λιπόσαρκη, ασθενική, μια κάποτε πανέμορφη Ντομανή που έχανε αργά τη μάχη με μια αρρώστια. Εκείνος μόλις που κατάφερε να μη στραβώσει το χείλος του. Αν άγγιζες, θα φαινόταν ότι οι σκληρές γωνίες εκείνου του προσώπου δεν ήταν δικές της —μόνο η πιο επιδέξια χρήση της Ψευδαίσθησης μπορούσε να αντέξει σ’ αυτή τη δοκιμασία— αλλά η Γκρένταλ ήταν επιδειξιομανής. Την επόμενη στιγμή είχε ξαναπάρει τη δική της όψη, μ’ ένα σαρκαστικό χαμογελάκι. «Αν ήξερες πόσο με εμπιστεύονται και με ακούνε».

Ο Σαμαήλ πάντα ένιωθε έκπληξη που η Γκρένταλ προτιμούσε να ζει εκεί, σε ένα παλάτι γνωστό σ’ ολόκληρο το Αραντ Ντόμαν, στο μέσον του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας. Δεν πίστευε φυσικά ότι η Γκρένταλ είχε πει σε άλλους Αποδιωγμένους πού είχε οργανώσει την έδρα της. Το γεγονός ότι του είχε εμπιστευτεί αυτή την πληροφορία τον έκανε επιφυλακτικό. Της άρεσαν οι ανέσεις της και δεν ήθελε να κουράζεται για να τις διατηρεί, όμως αυτό το παλάτι είχε θέα στα Όρη της Ομίχλης, και χρειαζόταν αρκετή δουλειά για να μη την αγγίζει η αναταραχή, για να μη ρωτάει κανείς πού είχε πάει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, μαζί με την οικογένεια και τους υπηρέτες του. Ο Σαμαήλ δεν θα ξαφνιαζόταν αν μάθαινε ότι όλοι οι Ντομανοί που την επισκέπτονταν εκεί, έφευγαν έχοντας την εντύπωση ότι αυτό το μέρος ανήκε στην οικογένειά της από τα χρόνια του Τσακίσματος. Χρησιμοποιούσε τόσο συχνά την Πειθώ σαν σφυρί, που ξεχνούσες ότι μπορούσε να χειριστεί με ιδιαίτερη λεπτότητα και τις πιο αδύναμες μορφές της, και να αλλάζει με τόση διακριτικότητα τις διαδρομές ενός μυαλού που ακόμα κι η πιο λεπτομερής εξέταση ίσως να μην αποκάλυπτε τα ίχνη της. Στην πραγματικότητα, στην Πειθώ μπορεί να ήταν η καλύτερη που είχε υπάρξει ποτέ.

Ο Αποδιωγμένος άφησε την πύλη να εξαφανιστεί, όμως συνέχισε να κρατά το σαϊντίν· αυτά τα κόλπα δεν σε έπιαναν όταν ήσουν βυθισμένος στην Πηγή. Κι, επίσης, η αλήθεια ήταν ότι απολάμβανε τον αγώνα της επιβίωσης, αν και τώρα ήταν κάτι ασυναίσθητο· μόνο οι ισχυρότεροι άξιζαν να επιβιώσουν, κι αποδείκνυε κάθε μέρα την καταλληλότητά του σ’ αυτή τη μάχη. Δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβει η Γκρένταλ ότι ο Σαμαήλ ακόμα κρατούσε το σαϊντίν, όμως χαμογέλασε για μια στιγμή στο ποτήρι της σαν να το ήξερε. Δεν του άρεσε να προφασίζονται άλλοι γνώσεις που δεν είχαν, όπως και δεν του άρεσε να έχουν γνώσεις που δεν διέθετε κι ο ίδιος. «Τι έχεις να μου πεις;» ρώτησε, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε.

«Για τον Λουζ Θέριν; Ποτέ δεν δείχνεις ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο. Τι ζωάκι που θα ήταν αυτός. Θα τον έκανα να είναι το επίκεντρο κάθε έκθεσης. Όχι πως διαθέτει την απαιτούμενη ομορφιά, όπως συνήθως, αλλά το αναπληρώνει όντας αυτός που είναι». Ξαναχαμογέλασε στο ποτήρι της και πρόσθεσε με ένα μουρμουρητό, που αυτός δεν θα το είχε ακούσει αν δεν κρατούσε το σαϊντίν. «Και μ’ αρέσουν οι ψηλοί».

Με δυσκολία απέφυγε να ορθώσει όσο μπορούσε το ανάστημά του. Δεν ήταν κοντός, αλλά τον ενοχλούσε που το ύψος του δεν ήταν αντίστοιχο των ικανοτήτων του. Ο Λουζ Θέριν ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του· το ίδιο κι ο αλ’Θόρ. Υπήρχε πάντα μια αίσθηση ότι ο άνδρας που ήταν ψηλότερος ήταν καλύτερος. Πάλι με δυσκολία, κατάφερε να μην αγγίξει την ουλή που κατηφόριζε διαγωνίως το πρόσωπό του, από κει που άρχιζαν τα μαλλιά ως το τετράγωνο γενάκι του. Του την είχε κάνει ο Λουζ Θέριν· την κρατούσε για υπενθύμιση. Υποψιάστηκε ότι η Γκρένταλ σκοπίμως είχε παρερμηνεύσει την ερώτησή του, για να τον ψαρέψει. «Ο Λουζ Θέριν είναι νεκρός εδώ και καιρό», είπε τραχιά. «Ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ένα αγροτόπαιδο που έπιασε την καλή, ένας μεταφορέας τσος που στάθηκε τυχερός».