Η Γκρένταλ έπαιξε τα βλέφαρα σαν να ’χε ξαφνιαστεί. «Στ’ αλήθεια το πιστεύεις; Σίγουρα υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από την τύχη. Δεν θα είχε φτάσει τόσο γοργά ως εδώ αν διέθετε μόνο τύχη».
Ο Σαμαήλ δεν είχε έρθει να μιλήσουν για τον αλ’Θόρ, αλλά ένιωσε πάγο στη ρίζα της ραχοκοκαλιάς του. Τον ξανάπνιξαν οι σκέψεις που είχε πιέσει τον εαυτό του να αγνοήσει. Ο αλ’Θόρ δεν ήταν ο Λουζ Θέριν, όμως ήταν η αναγεννημένη ψυχή του Λουζ Θέριν, όπως κι ο ίδιος ο Λουζ Θέριν ήταν η αναγέννηση εκείνης της ψυχής. Ο Σαμαήλ δεν ήταν ούτε φιλόσοφος ούτε θεολόγος, όμως ο Ισαμαήλ ήταν και τα δύο κι ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει μυστικά κρυμμένα σ’ αυτό το γεγονός. Μπορεί, βεβαίως, ο Ισαμαήλ να είχε πεθάνει τρελός, αλλά κι όταν ακόμα είχε τα λογικά του, τότε που φαινόταν βέβαιο ότι θα κατόρθωναν να οδηγήσουν τον Λουζ Θέριν στην ήττα, ισχυριζόταν ότι ο αγώνας συνεχιζόταν από τη Δημιουργία, ένας αέναος πόλεμος μεταξύ του Μεγάλου Άρχοντα και του Δημιουργού που χρησιμοποιούσαν ανθρώπινα υποκατάστατα. Κι επιπλέον, ορκιζόταν ότι ο Μέγας Άρχοντας σχεδόν θα προτιμούσε να παρασύρει τον Λουζ Θέριν στη Σκιά, παρά να ελευθερωθεί ο ίδιος. Μπορεί ο Ισαμαήλ να ήταν λιγουλάκι τρελός τότε, αλλά είχαν γίνει προσπάθειες να μεταπειστεί ο Λουζ Θέριν. Κι ο Ισαμαήλ έλεγε ότι αυτό είχε συμβεί στο παρελθόν, ότι ο υπέρμαχος του Δημιουργού είχε γίνει πλάσμα της Σκιάς κι είχε ανατραφεί ως υπέρμαχός της.
Αυτοί οι ισχυρισμοί συνεπάγονταν κάποια ανησυχητικά επακόλουθα, επιπτώσεις τις οποίες ο Σαμαήλ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί, όμως αυτό που κυριαρχούσε στον νου του ήταν το ενδεχόμενο ότι ίσως ο Μέγας Άρχοντας ήθελε να κάνει τον αλ’Θόρ Νή’μπλις. Αυτό δεν θα συνέβαινε έτσι ξαφνικά. Ο αλ’Θόρ θα χρειαζόταν αρωγή. Αρωγή — αυτό θα εξηγούσε την υποτιθέμενη τύχη που είχε ως τώρα. «Μήπως έμαθες πού κρύβει ο αλ’Θόρ τον Ασμόντιαν; Ή κάτι για το πού βρίσκεται η Λανφίαρ; Ή η Μογκέντιεν;» Φυσικά, η Μογκέντιεν πάντα κρυβόταν· η Αράχνη πάντα ξεπρόβαλλε όταν ήσουν σίγουρος πως ήταν πια νεκρή.
«Όσα ξέρεις ξέρω», είπε χαρωπά η Γκρένταλ κι έκανε μια παύση για να πιει μια γουλιά από το ποτήρι της. «Προσωπικά πιστεύω ότι τους σκότωσε ο Λουζ Θέριν. Μη μου ξινίζεις τα μούτρα. Ο αλ’Θόρ, αφού επιμένεις». Η σκέψη δεν φαινόταν να την ταράζει, αλλά βέβαια εκείνη δεν θα βρισκόταν ποτέ σε ανοιχτή σύγκρουση με τον αλ’Θόρ. Δεν ήταν αυτή η μέθοδός της. Αν την ανακάλυπτε ποτέ ο αλ’Θόρ, η Γκρένταλ έτσι απλά θα τα παρατούσε όλα και θα ξεκινούσε από την αρχή κάπου αλλού — ή θα παραδινόταν, προτού εκείνος προλάβαινε να της επιτεθεί και κατόπιν θα τον έπειθε ότι του ήταν απαραίτητη. «Υπάρχουν φήμες στην Καιρχίν ότι η Λανφίαρ πέθανε από το χέρι του Λουζ Θέριν την ίδια μέρα που αυτός σκότωσε τον Ράχβιν».
«Φήμες! Η Λανφίαρ από την πρώτη στιγμή πρόσφερε βοήθεια στον αλ’Θόρ, αν θες τη γνώμη μου. Θα του είχα κόψει το κεφάλι στην Πέτρα του Δακρύου, αλλά κάποιος έστειλε Μυρντράαλ και Τρόλοκ να τον σώσουν! Ήταν δουλειά της Λανφίαρ· είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Τη βαρέθηκα πια. Όταν την ξαναδώ μπροστά μου, θα τη σκοτώσω! Και γιατί άραγε να σκοτώσει ο αλ’Θόρ τον Ασμόντιαν; Θα τον σκότωνα εγώ, αν τον έβρισκα, αλλά αυτός πήγε με το μέρος του αλ’Θόρ. Έχει γίνει δάσκαλός του!»
«Πάντα βρίσκεις δικαιολογίες για τις αποτυχίες σου», ψιθύρισε εκείνη στο ποτήρι της, και πάλι τόσο μαλακά, ώστε δεν θα την είχε ακούσει χωρίς το σαϊντίν. Δυναμώνοντας τη φωνή, συνέχισε λέγοντας, «Διάλεξε ό,τι είδους εξήγηση θέλεις. Μπορεί να έχεις δίκιο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Λουζ Θέριν δείχνει να μας βγάζει έναν-έναν από το παιχνίδι».
Το χέρι του Σαμαήλ τρεμούλιασε από θυμό και θα έχυνε κρασί από το ποτήρι, αν δεν προλάβαινε να το συγκρατήσει. Ο Ραντ αλ’Θόρ δεν ήταν ο Λουζ Θέριν. Ο ίδιος είχε ζήσει περισσότερο από τον σπουδαίο Λουζ Θέριν, παινεύοντάς τον για νίκες που δεν θα μπορούσε να είχε κερδίσει μόνος του, περιμένοντας ότι οι άλλοι θα το πίστευαν. Για ένα πράγμα λυπόταν, που ο Λουζ Θέριν δεν είχε αφήσει πίσω τάφο για να τον φτύνει.
Ανεμίζοντας τα γεμάτα δαχτυλίδια δάχτυλά της στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από κάτω, η Γκρένταλ μίλησε αφηρημένα, λες κι η προσοχή της ήταν στραμμένη κυρίως στο σκοπό. «Τόσοι από μας πέθαναν όταν τα έβαλαν μαζί του. Ο Άγκινορ κι ο Μπάλταμελ. Ο Ισαμαήλ, ο Μπε’λάλ κι ο Ράχβιν. Επίσης η Λανφίαρ κι ο Ασμόντιαν, κι ας πιστεύεις εσύ τα δικά σου. Πιθανόν η Μογκέντιεν· μπορεί να έρπει στις σκιές και να περιμένει να πέσουμε εμείς οι άλλοι — είναι ανόητη. Ελπίζω να έχεις ετοιμάσει μέρος να κρυφτείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά θα κυνηγήσει εσένα. Και μάλιστα σύντομα, θα έλεγα. Εγώ δεν θα αντιμετωπίσω στρατό εδώ, όμως ο Λουζ Θέριν συγκεντρώνει μια αρκετά μεγάλη στρατιά εναντίον σου. Το τίμημα που πληρώνεις, όταν όχι μόνο ασκείς την εξουσία, αλλά επίσης δείχνεις ότι την ασκείς».