Είχε όντως προετοιμάσει τρόπους υποχώρησης —ήταν η συνετή κίνηση— αλλά εξοργίστηκε ακούγοντας στη φωνή της τη βεβαιότητα γι’ αυτό. «Κι αν σκοτώσω τον αλ’Θόρ, αυτό δεν θα είναι παραβίαση των εντολών του Μεγάλου Άρχοντα». Δεν το καταλάβαινε, αλλά δεν χρειαζόταν να καταλαβαίνει τον Μέγα Άρχοντα, μόνο να τον υπακούει. «Εξ όσων μου έχεις πει. Αν παρέλειψες κάτι...»
Τα μάτια της Γκρένταλ σκλήρυναν, έγιναν γαλάζιος πάγος. Μπορεί να απέφευγε τις αντιπαραθέσεις, αλλά δεν της άρεσαν οι απειλές. Μετά από μια στιγμή, του χαμογέλασε και πάλι κεφάτα. Ήταν άστατη σαν τον καιρό στο Μ’τζιν. «Ό,τι μου είπε ο Ντεμάντρεντ πως του είπε ο Μέγας Άρχοντας, σου το έχω μεταφέρει, Σαμαήλ. Λέξη προς λέξη. Αμφιβάλλω αν θα τολμούσε ακόμα κι αυτός να πει ψέματα δήθεν εκ μέρους του Μεγάλου Άρχοντα».
«Αλλά δεν μου είπες πολλά για το τι προτίθεται να κάνει», είπε μαλακά ο Σαμαήλ, «είτε αυτός, είτε η Σέμιραγκ ή η Μεσάνα. Ουσιαστικά, δεν είπες τίποτα».
«Σου είπα ό,τι ξέρω». Αναστέναξε ενοχλημένη. Ίσως να έλεγε αλήθεια. Έμοιαζε να λυπάται που δεν ήξερε ούτε κι αυτή. Μαζί της, τα πάντα μπορεί να ήταν παράσταση. «Όσο για τα υπόλοιπα... Ξανασκέψου το, Σαμαήλ. Μηχανορραφούσαμε ο ένας εναντίον του άλλου με την ένταση που πολεμούσαμε τον Λουζ Θέριν, όμως κερδίζαμε προτού μας πετύχει συγκεντρωμένους στο Σάγιολ Γκουλ». Η Γκρένταλ ανατρίχιασε, και για μια στιγμή μια καταβεβλημένη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπό της. Ούτε κι ο Σαμαήλ ήθελε να θυμάται εκείνη τη μέρα, και τα όσα ακολούθησαν, τον ύπνο δίχως όνειρα ενώ ο κόσμος άλλαζε και γινόταν αγνώριστος κι όσα είχε χτίσει χάνονταν. «Τώρα ξυπνήσαμε σε έναν κόσμο που θα έπρεπε να είμαστε τόσο ψηλότερα από τους απλούς θνητούς, ώστε να μοιάζουμε με διαφορετικά είδη — και δες που πεθαίνουμε. Ξέχνα για μια στιγμή ποιος θα ’πρεπε να γίνει Νή’μπλις. Ο αλ’Θόρ —αν πρέπει να τον αποκαλείς μ’ αυτό το όνομα— ο αλ’Θόρ ήταν αδύναμος σαν μωρό όταν ξυπνήσαμε».
«Δεν ήταν έτσι όταν τον βρήκε ο Ισαμαήλ», της απάντησε —φυσικά, ο Ισαμαήλ τον καιρό εκείνο είχε πια τρελαθεί— αλλά αυτή συνέχισε σαν να μην είχε ανοίξει το στόμα του.
«Φερόμαστε σαν να είναι αυτός ο κόσμος που ξέραμε, ενώ τίποτα δεν είναι όπως το ξέραμε. Πεθαίνουμε ένας-ένας, κι ο αλ’Θόρ γίνεται ισχυρότερος. Κράτη και λαοί συγκεντρώνονται κοντά του. Κι εμείς πεθαίνουμε. Η αθανασία είναι δική μου. Δεν θέλω να πεθάνω».
«Αν σε φοβίζει, τότε σκότωσε τον». Πριν καν βγουν τα λόγια από το στόμα του, ένιωσε ότι θα τα κατάπινε αν μπορούσε.
Το πρόσωπο της Γκρένταλ στράβωσε από μια έκφραση δυσπιστίας και περιφρόνησης. «Σαμαήλ, υπηρετώ κι υπακούω τον Μέγα Άρχοντα».
«Όπως κι εγώ. Πιστά».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που καταδέχεσαι να γονατίσεις μπροστά στον Αφέντη μας». Η φωνή της ήταν παγερή σαν το χαμόγελό της, και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Λέω απλώς ότι ο Λουζ Θέριν είναι τώρα εξίσου επικίνδυνος όσο ήταν στην εποχή μας. Αν φοβάμαι; Ναι, φοβάμαι. Θέλω να ζήσω για πάντα, όχι να έχω τη μοίρα του Ράχβιν!»
«Τσαγκ!» Η χυδαία βλαστήμια τουλάχιστον την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια και να τον κοιτάξει πραγματικά. «Ο αλ’Θόρ — ο αλ’Θόρ, Γκρένταλ! Είναι ένα ανίδεο αγοράκι, ό,τι κι αν καταφέρει να του μάθει ο Ασμόντιαν! Ένας πρωτόγονος αγροίκος, που ακόμα πιστεύει ότι είναι αδύνατα τα εννιά δέκατα όσων εμείς θεωρούμε δεδομένα! Ο αλ’Θόρ έκανε μερικούς άρχοντες να του υποκλιθούν και νομίζει ότι κατέκτησε μια χώρα. Δεν έχει τη θέληση να σφίξει τη γροθιά και να την κατακτήσει πραγματικά. Μόνο οι Αελίτες — Μπάτζαντ ντρόβτζα! Ποιος να το πίστευε πως θα άλλαζαν τόσο;» —έπρεπε να συγκρατηθεί· ποτέ δεν έβριζε έτσι· ήταν μια αδυναμία— «Μόνο αυτοί τον ακολουθούν στ’ αλήθεια, και πάλι όχι όλοι τους. Κρέμεται από μια κλωστή και θα πέσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
«Θα πέσει όμως; Τι γίνεται αν ο αλ’Θόρ είναι στ’ αλήθεια ο...;» Η Γκρένταλ σταμάτησε, σήκωσε το ποτήρι τόσο γοργά που χύθηκε κρασί στο χέρι της, κι ήπιε, αφήνοντάς το σχεδόν άδειο. Η κομψή γυναίκα που την είχε σερβίρει ήρθε τρέχοντας με την κρυστάλλινη καράφα. Η Γκρένταλ άπλωσε το χέρι με το ποτήρι για να της το ξαναγεμίσει και συνέχισε να μιλά ξέπνοα. «Πόσοι από μας θα πεθάνουν πριν τελειώσουν όλα; Πρέπει να σταθούμε ενωμένοι όπως ποτέ άλλοτε».
Δεν ήταν αυτό που σκόπευε να πει αρχικά. Ο Σαμαήλ αγνόησε άλλη μια φορά τον πάγο που αγκάλιαζε τη ραχοκοκαλιά του. Ο αλ’Θόρ δεν θα γινόταν Νή’μπλις. Αποκλείεται να γινόταν αυτό! Ώστε έτσι, η Γκρένταλ ήθελε να σταθούν ενωμένοι, ε; «Τότε συνδέσου μαζί μου. Συνδεμένοι οι δυο μας, θα είμαστε ανώτεροι του αλ’Θόρ. Ας γίνει αυτό η αρχή της καινούριας συνεργασίας μας». Η ουλή του τεντώθηκε, καθώς χαμογελούσε απέναντι στο πρόσωπό της που ξαφνικά είχε μείνει ανέκφραστο. Η σύνδεση έπρεπε να αρχίσει απ’ αυτήν, όμως μιας κι ήταν μόνο οι δυο τους, η Γκρένταλ θα έπρεπε να του δώσει τον έλεγχο και να τον εμπιστευτεί για να κρίνει αυτός πότε θα τελείωνε. «Έτσι, λοιπόν. Όπως φαίνεται, θα συνεχίσουμε όπως πριν». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα δεν είχε τεθεί καν· η εμπιστοσύνη δεν ήταν μέσα στη φύση τους. «Τι άλλο έχεις να μου πεις;» Αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει εδώ, κι όχι για να την ακούσει να φλυαρεί για τον Ραντ αλ’Θόρ. Τον αλ’Θόρ θα τον αντιμετώπιζε αυτός. Αμεσα ή έμμεσα.