«Όχι», του είπε, δήθεν ότι είχε καταλάβει. «Οι Αγιάντ, όπως αποκαλούνται, ζουν σε μικρές δικές τους πόλεις, αποφεύγουν τους υπόλοιπους κι υποτίθεται πως δεν διαβιβάζουν ποτέ δίχως άδεια ή διαταγή από τη Σ’μπόαν ή τον Σ’μποτάυ. Στην πραγματικότητα αυτοί έχουν την πραγματική δύναμη, κι είναι ο λόγος που οι Σ’μπόαν κι οι Σ’μποτάυ ζουν μόνο επτά χρόνια». Ένα γάργαρο γέλιο ανέβλυσε από μέσα της για μια στιγμή. Η ίδια προσωπικά ανέκαθεν ήθελε να είναι η δύναμη πίσω από το θρόνο. «Ναι, πρόκειται για συναρπαστική χώρα. Είναι μακριά από το κέντρο και θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μπορέσει να αξιοποιηθεί, φυσικά». Έκανε μια μικρή, απορριπτική χειρονομία, ανεμίζοντας τα στολισμένα δάχτυλα της. «Μετά τη Μέρα του Γυρισμού, θα έχουμε αρκετό καιρό στη διάθεσή μας για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτούς».
Πράγματι, η Γκρένταλ ήθελε να πιστέψει ο Σαμαήλ ότι εκείνη είχε κάποιο συμφέρον σ’ αυτή τη χώρα. Αν αυτό αλήθευε, δεν θα του το είχε αναφέρει. Αυτός άφησε το ανέγγιχτο ποτήρι του στο δίσκο, που ο μυώδης σερβιτόρος είχε απλώσει πριν καν το χέρι του τελειώσει την κίνησή του. Η Γκρένταλ εκπαίδευε καλά τους υπηρέτες της. «Είμαι σίγουρος ότι η μουσική τους είναι μαγευτική...» αν σε ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα, «αλλά έχω να ασχοληθώ με κάποιες προετοιμασίες».
Η Γκρένταλ άγγιξε το μπράτσο του. «Προσεκτικά, ελπίζω; Ο Μέγας Άρχοντας δεν θα χαρεί αν βάλεις εμπόδια στα σχέδιά του».
Ο Σαμαήλ έσφιξε τα χείλη. «Έχω κάνει τα πάντα, μόνο που δεν παραδόθηκα στον αλ’Θόρ για να τον πείσω ότι δεν αποτελώ απειλή, όμως ο άνθρωπος έχει μανία μαζί μου».
«Θα μπορούσες να εγκαταλείψεις το Ίλιαν, να ξαναρχίσεις αλλού».
«Όχι!» Ποτέ δεν το είχε βάλει στα πόδια μπροστά στον Λουζ Θέριν, και δεν θα το έβαζε στα πόδια μπροστά σ’ αυτόν τον γελοίο επαρχιώτη. Ο Μέγας Άρχοντας σίγουρα δεν σκόπευε να βάλει έναν τέτοιο σε ανώτερη θέση από τους Εκλεκτούς. Σε ανώτερη θέση από τον Σαμαήλ! «Μου είπες όλα όσα πρόσταξε ο Μέγας Άρχοντας;»
«Δεν μ’ αρέσει να λέω και να ξαναλέω τα ίδια πράγματα, Σαμαήλ». Η φωνή της είχε μια δόση αγανάκτησης, τα μάτια της μια υποψία θυμού. «Αν δεν με πίστεψες την πρώτη φορά, δεν θα με πιστέψεις ούτε και τώρα».
Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει ακόμα μια στιγμή και μετά ένευσε κοφτά. Πιθανότατα εδώ του είχε πει την αλήθεια· αν έλεγες ένα ψέμα που αφορούσε στον Μέγα Άρχοντα, μπορεί να στρεφόταν σε βάρος σου και να γινόταν θανατηφόρο. «Δεν βλέπω λόγο να ξανασυναντηθούμε παρά μόνο όταν θα έχεις να μου πεις κάτι άλλο εκτός του αν ήταν εκεί ή όχι η Σέμιραγκ». Έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά στους αρπιστές, που σίγουρα αρκούσε για να πειστεί η Γκρένταλ ότι είχε πετύχει στην απόπειρα παραπλάνησής του· το βλέμμα του πλανήθηκε αποδοκιμαστικά στους ανθρώπους που πλατσούριζαν στις πισίνες, τους ακροβάτες και τους υπόλοιπους, ώστε να μη φανεί υπερβολική η ματιά. Αυτός ο σπαταλημένος κόπος, αυτή η επίδειξη σάρκας, πραγματικά τον αηδίαζε. «Την άλλη φορά, έλα στο Ίλιαν».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους σαν να ήταν αυτό κάτι ασήμαντο, όμως τα χείλη της σάλεψαν λιγάκι κι η ενισχυμένη με το σαϊντίν ακοή του έπιασε τη φράση «Αν είσαι ακόμα εκεί» στον αέρα.
Με παγερή έκφραση, ο Σαμαήλ άνοιξε πύλη προς το Ίλιαν. Ο μυώδης νεαρός δεν πρόλαβε να παραμερίσει· δεν πρόφτασε ούτε να ουρλιάξει, πριν κοπεί ολόκληρο το σώμα του στη μέση, κι αυτός κι ο δίσκος κι η κρυστάλλινη καράφα. Σε σύγκριση με την κόψη μιας πύλης, ακόμα κι ένα ξυράφι θα έμοιαζε στομωμένο. Η Γκρένταλ σούφρωσε ενοχλημένη τα χείλη για την απώλεια ενός από τα ζωάκια της.
«Αν θέλεις να ζήσουμε», της είπε ο Σαμαήλ, «μάθε με ποιον τρόπο σκοπεύουν να εκτελέσουν τις διαταγές του Μεγάλου Άρχοντα ο Ντεμάντρεντ κι οι άλλοι». Πέρασε από την πύλη, χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από το πρόσωπό της.
Η Γκρένταλ διατήρησε την εκνευρισμένη έκφραση της μέχρι που η πύλη έκλεισε πίσω από τον Σαμαήλ και μετά χαλάρωσε την αυτοκυριαρχία της και χτύπησε απαλά τα νύχια στο μαρμάρινο στηθαίο. Με τα χρυσά μαλλιά του, ο Σαμαήλ θα μπορούσε να είναι αρκετά όμορφος για να σταθεί ανάμεσα στα ζωάκια της, αν άφηνε τη Σέμιραγκ να αφαιρέσει το καμένο αυλάκι που χάραζε λοξά το πρόσωπό του· ήταν η μόνη που απέμενε με τη δεξιοτεχνία να κάνει κάτι που κάποτε ήταν απλούστατο. Το πραγματικό ερώτημα ήταν αν η προσπάθειά της είχε καρποφορήσει.