Ο Σαοφάν κι η Τσιάπε έπαιζαν την παράξενη ατονική μουσική τους, γεμάτη πολύπλοκες αρμονίες κι αλλόκοτες αντηχήσεις, πανέμορφη· τα πρόσωπά τους έλαμπαν από ενθουσιασμό για την πιθανότητα να της προσφέρουν χαρά. Η Γκρένταλ ένευσε και σχεδόν ένιωσε την αγαλλίαση τους. Ήταν πιο ευτυχισμένοι τώρα, παρά αν τους είχε αφήσει στην ησυχία τους. Είχε κάνει τόσο κόπο για να τους φέρει εδώ, αποκλειστικά γι’ αυτά τα λίγα λεπτά με τον Σαμαήλ. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο πράγμα με μεγαλύτερη ευκολία —δεν θα πείραζε αν στη θέση τους ήταν οποιοιδήποτε άλλοι από τη χώρα τους— αλλά είχε τις απαιτήσεις της, ακόμα κι όταν ετοίμαζε ένα στιγμιαίο αντιπερισπασμό. Πριν από πολύ καιρό, είχε επιλέξει να αναζητά κάθε ηδονή και να μην αρνείται στον εαυτό της καμία που να μην απειλεί τη θέση της μπροστά στον Μέγα Άρχοντα.
Το βλέμμα της έπεσε στα σκουπίδια που λέρωναν το χαλί της κι η μύτη της στράβωσε από ενόχληση. Ίσως να το έσωζε, την ενοχλούσε όμως το γεγονός ότι θα έπρεπε να αφαιρέσει μόνη της το αίμα. Έδωσε γοργές διαταγές κι ο Οσάνα έτρεξε να φροντίσει την απομάκρυνση του χαλιού. Και να πετάξει τα απομεινάρια του Ράσαν.
Ο Σαμαήλ ήταν ολοφάνερα ηλίθιος. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. Ήταν θανάσιμος εχθρός όταν είχε κάτι άμεσο να πολεμήσει, κάτι που μπορούσε να δει καθαρά, αλλά ήταν σχεδόν τυφλός όταν η κατάσταση απαιτούσε πανουργία. Πιθανότατα, πίστευε ότι με το στρατήγημά της ήθελε να αποκρύψει τι σκάρωναν η ίδια κι οι υπόλοιποι. Το μόνο που δεν θα σκεφτόταν ποτέ του ήταν ότι η Γκρένταλ ήξερε κάθε γωνιά του μυαλού του, κάθε στροφή των σκέψεων του. Στο κάτω-κάτω, είχε περάσει σχεδόν τετρακόσια χρόνια μελετώντας πώς δούλευαν μυαλά πολύ πιο δαιδαλώδη από το δικό του. Ήταν διάφανος. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, ήταν απελπισμένος. Παγιδευμένος σε ένα κουτί που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, ένα κουτί που θα το υπερασπιζόταν μέχρι θανάτου αντί να το εγκαταλείψει, ένα κουτί στο οποίο πιθανότατα θα πέθαινε.
Ήπιε μια γουλιά κρασί και στο μέτωπό της σχηματίστηκαν μερικές μικρές ρυτίδες. Πιθανότατα, είχε ήδη πετύχει τον στόχο της γι’ αυτόν, αν και περίμενε ότι θα χρειαζόταν τέσσερις ή πέντε επισκέψεις. Θα έπρεπε να βρει λόγο να τον επισκεφθεί στο Ίλιαν· ήταν καλύτερο να παρακολουθείς τον ασθενή, ακόμα κι όταν φαινόταν ότι η εξέλιξη ήταν η επιδιωκόμενη.
Το αγόρι, είτε ήταν ένα απλό αγροτόπαιδο είτε ο Λουζ Θέριν αυτοπροσώπως, που είχε ξαναγυρίσει —δεν μπορούσε να αποφασίσει τι από τα δύο συνέβαινε— είχε αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο. Η Γκρένταλ υπηρετούσε τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους, αλλά δεν ήθελε να πεθάνει, ούτε καν για χάρη του. Θα ζούσε για πάντα. Φυσικά, δεν παράκουγες ακόμα και την πιο μικρή επιθυμία του Μεγάλου Άρχοντα, παρά μόνο αν ήθελες να περάσει μια αιωνιότητα πεθαίνοντας κι άλλη μια αιωνιότητα ευχόμενος να είχες τη μικρότερη αγωνία του μακριού θανάτου. Πάντως, ο Ραντ αλ’Θόρ έπρεπε να βγει από τη μέση, όμως η ευθύνη θα έπεφτε στον Σαμαήλ. Αν συνειδητοποιούσε ότι η Γκρένταλ τον είχε στρέψει ενάντια στον Ραντ αλ’Θόρ σαν ντόρνατ έτοιμο για κυνήγι, μέσα της θα ξαφνιαζόταν. Όχι, δεν ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε την πανουργία.
Όμως ήταν κάθε άλλο παρά ανόητος. Η Γκρένταλ σκέφτηκε ότι θα είχε ενδιαφέρον να ανακάλυπτε το πώς ο Σαμαήλ είχε μάθει για τη δέσμευση. Η ίδια προσωπικά δεν θα το ήξερε αν η Μεσάνα δεν το είχε αφήσει να της ξεφύγει, κάτι σπάνιο γι’ αυτήν, καθώς ξεσπούσε τα νεύρα της στην απούσα Σέμιραγκ· η οργή της ήταν τόσο δυνατή, ώστε δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα είχε αποκαλύψει. Αραγε πόσο καιρό ήταν κρυμμένη η Μεσάνα στον Λευκό Πύργο; Το γεγονός και μόνο ότι ήταν εκεί πέρα έδινε λαβή για ενδιαφέρουσες σκέψεις. Αν η Γκρένταλ έβρισκε τρόπο να ανακαλύψει τι στάση κρατούσαν ο Ντεμάντρεντ κι η Σέμιραγκ, ίσως κατόρθωνε να συμπεράνει τι σκόπευαν να κάνουν. Αλλά δεν της το είχαν εκμυστηρευτεί. Σιγά μη της το έλεγαν. Αυτοί οι τρεις συνεργάζονταν πριν ακόμα αρχίσει ο Πόλεμος της Δύναμης. Επιφανειακά τουλάχιστον. Η Γκρένταλ ήταν σίγουρη ότι συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου με τη ζέση που επεδείκνυαν κι οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι, αλλά είτε υπέσκαπτε η Μεσάνα τη Σέμιραγκ, είτε η Σέμιραγκ τον Ντεμάντρεντ, η Γκρένταλ δεν είχε καταφέρει να βρει ένα σχίσμα μεταξύ τους που να το κάνει χάσμα.
Ο ήχος από μπότες σήμαινε ότι κάποιος είχε έρθει, αλλά δεν ήταν οι άνδρες που θα άλλαζαν το χαλί και θα έπαιρναν τον Ράσαν. Ήταν ο Έμπραμ, ένας ψηλός, καλοσχηματισμένος νεαρός Ντομανός, που φορούσε στενό κόκκινο παντελόνι και φαρδύ λευκό πουκάμισο· θα αποτελούσε καλή προσθήκη στη συλλογή με τα ζωάκια της, αν δεν ήταν απλώς ο γιος ενός εμπόρου. Είχε στυλώσει τα μάτια πάνω της καθώς γονάτιζε, μαύρα κι αστραφτερά. «Έχει έρθει ο Άρχοντας Ιτουράλντε, Μεγάλη Κυρά».