Выбрать главу

Η Γκρένταλ άφησε το ποτήρι σε ένα τραπέζι, το οποίο εκ πρώτης όψεως έμοιαζε να είναι στολισμένο με χορευτές σμιλεμένους σε φίλντισι. «Τότε θα μιλήσει με την Αρχόντισσα Μπασίν».

Ο Έμπραμ σηκώθηκε με μια άνετη κίνηση και πρόσφερε το μπράτσο του στην ασθενική Ντομανή που έβλεπε τώρα μπροστά του. Ήξερε ποια κρυβόταν πίσω από το υφαντό από Ψευδαίσθηση, αλλά έστω κι έτσι, η ευλάβεια στο πρόσωπό του καταλάγιασε λιγάκι· η Αποδιωγμένη ήξερε ότι ο Έμπραμ λάτρευε την Γκρένταλ, όχι την Μπασίν. Προς το παρόν, δεν την ένοιαζε. Τουλάχιστον είχε στρέψει τον Σαμαήλ εναντίον του Ραντ αλ’Θόρ, κι ίσως τον είχε κάνει να δράσει. Όσο για τον Ντεμάντρεντ, τη Σέμιραγκ και τη Μεσάνα... Μόνο η ίδια ήξερε ότι είχε ταξιδέψει στο Σάγιολ Γκουλ κι είχε κατέβει στη λίμνη της φωτιάς. Μόνο η ίδια ήξερε ότι ο Μέγας Άρχοντας σχεδόν της είχε υποσχεθεί να την ονομάσει Νή’μπλις, μια υπόσχεση που σίγουρα θα γινόταν αληθινή, αν έβγαινε από τη μέση ο αλ’Θόρ. Θα ήταν ο πιο υπάκουος υπηρέτης του Μεγάλου Άρχοντα. Θα έσπερνε χάος μέχρι που ο θερισμός θα έκανε τα πνευμόνια του Ντεμάντρεντ να εκραγούν.

Η Σέμιραγκ άφησε την πόρτα με τα σιδερένια ελάσματα να κλείσει πίσω της. Ένας λαμπτήρας, από κείνους που είχαν περισυλλεγεί μόνο ο Μέγας Άρχοντας ήξερε από πού, τρεμόπαιζε αδύναμα, αλλά και πάλι παρείχε καλύτερο φως από τα κεριά και τα φανάρια με λάδι που αναγκαζόταν να δέχεται αυτόν τον καιρό. Εκτός από το φως, το μέρος είχε την εκφοβιστική όψη φυλακής, με τραχείς πέτρινους τοίχους και γυμνό πάτωμα με ένα μικρό, κακοφτιαγμένο τραπέζι σε μια γωνία. Δεν ήταν δική της ιδέα· αυτή θα τα είχε φτιάξει όλα από πάλλευκο, αστραφτερό κιούραν, λείο κι αποστειρωμένο. Αυτό το μέρος είχε ετοιμαστεί προτού συνειδητοποιήσει ότι το χρειαζόταν. Μια γυναίκα με ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά, ντυμένη στα μετάξια, κρεμόταν από το τίποτα με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά στο μέσον του δωματίου, κοιτώντας την προκλητικά. Μια Άες Σεντάι. Η Σέμιραγκ μισούσε τις Άες Σεντάι.

«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε απαιτητικά η ασθενής. «Μια Σκοτεινόφιλη; Μια Μαύρη αδελφή;»

Αγνοώντας αυτόν τον θόρυβο, η Σέμιραγκ έλεγξε γοργά το προστατευτικό στρώμα ανάμεσα στη γυναίκα και στο σαϊντάρ. Αν είχε αποτύχει, η Σέμιραγκ θα μπορούσε να κουκουλώσει πάλι αυτό το ελεεινό υποκείμενο χωρίς κόπο —το γεγονός ότι είχε αφήσει το δεμένο στρώμα χωρίς να το επιβλέπει έλεγε πολλά για την αδυναμία της γυναίκας— αλλά είχε γίνει δεύτερη φύση της να δίνει προσοχή και να κάνει τα πάντα με την πρέπουσα τάξη. Τώρα ήταν η σειρά των ρούχων της γυναίκας. Εκείνοι που φορούσαν ρούχα ένιωθαν ασφαλέστεροι από όσους δεν φορούσαν. Χειρίστηκε με λεπτότητα τη Φωτιά και τον Άνεμο, έκοψε το φόρεμα και το μισοφόρι κι ό,τι άλλο υπήρχε, μέχρι και τα παπούτσια της ασθενούς. Τα μάζεψε όλα μπροστά στη γυναίκα, σχηματίζοντας ένα συμμαζεμένο δεματάκι, και διαβίβασε ξανά, Φωτιά κι Αέρα, και μια ψιλή σκόνη έπεσε σαν βροχή στο πέτρινο πάτωμα.

Τα γαλανά μάτια της γυναίκας γούρλωσαν. Η Σέμιραγκ αμφέβαλλε αν μπορούσε να επαναλάβει αυτές τις απλές πράξεις, ακόμα κι αν είχε καταφέρει να τις παρακολουθήσει.

«Ποια είσαι;» Αυτή τη φορά η απαίτηση είχε κάποια ένταση. Ίσως ήταν φόβος. Πάντα ήταν καλό όταν ο φόβος άρχιζε από νωρίς.

Η Σέμιραγκ εντόπισε με ακρίβεια τα κέντρα στο μυαλό της γυναίκας που λάμβαναν τα μηνύματα πόνου από το κορμί, και με άκρα επιμέλεια άρχισε να τα διεγείρει με Πνεύμα και Φωτιά. Μόνο λίγο στην αρχή, δυναμώνοντας αργά. Αν το έκανε πολύ δυνατά από την αρχή, η γυναίκα ίσως πέθαινε μέσα σε λίγες στιγμές, αλλά ήταν εντυπωσιακό το πόσο μπορούσε να αντέξει ο οργανισμός, αν τον τροφοδοτούσε με ποσότητες που αυξάνονταν ανεπαίσθητα. Ήταν δύσκολο να δουλεύεις σε κάτι που δεν μπορούσες να το δεις, ακόμα κι από τόσο κοντά, αλλά η Σέμιραγκ ανήκε στους μεγάλους ειδήμονες του ανθρώπινου σώματος.

Η ασθενής με τα απλωμένα μέλη κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να αποτινάξει τον πόνο, και μετά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον διώξει και κάρφωσε το βλέμμα στη Σέμιραγκ. Η Σέμιραγκ απλώς την κοίταξε και συνέχισε να διατηρεί το δίχτυ. Ακόμα και τώρα πού έπρεπε να γίνει η δουλειά βιαστικά, μπορούσε να δείξει υπομονή.

Πόσο μισούσε τις περιβόητες Άες Σεντάι. Ήταν κάποτε μία απ’ αυτές, μια αληθινή Άες Σεντάι, όχι μια αμαθής ανόητη σαν αυτή την ελαφρόμυαλη που τώρα κρεμόταν μπροστά της. Ήταν γνωστή, ήταν διάσημη, την πήγαιναν στα πέρατα του κόσμου για την ικανότητά της να γιατρεύει κάθε τραύμα, να φέρνει πίσω τους ανθρώπους από τα πρόθυρα του θανάτου, όταν όλοι οι άλλοι έλεγαν πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια. Και μια αντιπροσωπεία από την Αίθουσα των Υπηρετών της είχε προσφέρει μια επιλογή που δεν ήταν πραγματική επιλογή: ή θα τη δέσμευαν, ώστε να μην ξανανιώσει ποτέ πια τις απολαύσεις της — μια δέσμευση με την οποία θα έβλεπε το τέλος της ζωής της να πλησιάζει· ή αλλιώς θα την απέκοπταν από την Αληθινή Πηγή και θα την καθαιρούσαν από Άες Σεντάι. Περίμεναν ότι θα δεχόταν τη δέσμευση· ήταν το λογικό, το σωστό που μπορούσες να κάνεις, και οι άνδρες και οι γυναίκες της αντιπροσωπείας ήταν λογικοί, σωστοί άνθρωποι. Δεν περίμεναν ότι θα δραπέτευε. Η Σέμιραγκ ήταν από τους πρώτους που είχαν πάει στο Σάγιολ Γκουλ.