Χοντρές σταγόνες ιδρώτα γέμιζαν το χλωμό πρόσωπο της ασθενούς. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο και τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν καθώς ρουφούσε αέρα. Πού και πού, άφηνε ένα αδύναμο μουγκρητό. Υπομονή. Δεν θα αργούσε.
Έφταιγε η ζήλια, η ζήλια εκείνων που δεν μπορούσαν να κάνουν αυτά που μπορούσε να κάνει η Σέμιραγκ. Από κείνους που είχε φέρει πίσω από το κατώφλι του θανάτου, μήπως είχε πει κανείς τους ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποφέρει το λίγο επιπλέον πόνο που ήθελε η Σέμιραγκ; Κι όσο για τους άλλους; Υπήρχαν πάντα εκείνοι που τους άξιζε να υποφέρουν. Τι πείραζε που το απολάμβανε όταν τους τιμωρούσε όπως τους άξιζε; Ήταν η Αίθουσα με την υποκριτική γκρίνια περί νόμων και δικαιωμάτων. Της άξιζε να έχει το δικαίωμα να κάνει αυτά που έκανε, το είχε κερδίσει αυτό το δικαίωμα. Ήταν πιο πολύτιμη για τον κόσμο απ’ όλους μαζί εκείνους που την είχαν διασκεδάσει με τα ουρλιαχτά τους. Και μέσα στη ζήλια και τη μικρότητά της, η Αίθουσα είχε προσπαθήσει να την γκρεμίσει από τη θέση της!
Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν πέσει στα χέρια της όσο κρατούσε ο πόλεμος. Όταν είχε χρόνο, μπορούσε να λυγίσει και τον δυνατότερο άνδρα, και την πιο υπερήφανη γυναίκα, μπορούσε να τους πλάσει ακριβώς όπως ήθελε. Μπορεί η διαδικασία να καθυστερούσε περισσότερο από την Πειθώ, αλλά ήταν απείρως απολαυστικότερη, και πίστευε ότι ακόμα κι η Γκρένταλ δεν μπορούσε να αντιστρέψει αυτό που έκανε η Σέμιραγκ. Η Πειθώ μπορούσε να αντιστραφεί. Αλλά οι δικοί της ασθενείς... Γονατιστοί την ικέτευαν να δώσουν την ψυχή τους στη Σκιά, κι υπηρετούσαν πειθήνια ως το θάνατο τους. Κάθε φορά ο Ντεμάντρεντ κόμπαζε για το πόσο μεγάλη επιτυχία ήταν που άλλος ένας Σύμβουλος της Αίθουσας είχε δηλώσει δημοσίως υποταγή στον Μέγα Άρχοντα, αλλά γι’ αυτήν το καλύτερο ήταν που το πρόσωπό τους χλώμιαζε όταν την αντίκριζαν, ακόμα και χρόνια αργότερα, ο τρόπος που έσπευδαν να τη διαβεβαιώσουν ότι παρέμεναν πιστό της δημιούργημα.
Η γυναίκα που κρεμόταν στον αέρα άφησε τον πρώτο της λυγμό να βγει τραχύς κι αμέσως τον έπνιξε. Η Σέμιραγκ περίμενε καρτερικά. Ίσως εδώ να χρειαζόταν βιασύνη, αλλά η υπερβολική βιασύνη θα τα χαλούσε όλα. Ακούστηκαν κι άλλοι λυγμοί παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να τους συγκρατήσει· δυνάμωσαν, δυνάμωσαν κι άλλο, ώσπου έγιναν αλύχτημα. Η Σέμιραγκ περίμενε. Το δέρμα της γυναίκα γυάλιζε από λιγδερό ιδρώτα· το κεφάλι της τιναζόταν δεξιά-αριστερά, τα μαλλιά της πετάγονταν και το κορμί της σειόταν ανήμπορο στα αθέατα δεσμά της με σπασμωδικό τρέμουλο. Τα βαθιά, εκκωφαντικά ουρλιαχτά συνεχίστηκαν ώσπου της κόπηκε η ανάσα και ξανάρχισαν μόλις ξαναγέμισε τα πνευμόνια της. Τα γουρλωμένα γαλάζια μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα· ήταν θολωμένα. Τώρα ήταν η στιγμή της αρχής.
Η Σέμιραγκ σταμάτησε απότομα τις ροές του σαϊντάρ, αλλά πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να καταλαγιάσουν τα ουρλιαχτά και να γίνουν λαχάνιασμα. «Ποιο είναι το όνομά σου;» ρώτησε μαλακά. Η ερώτηση δεν είχε σημασία, αρκεί η γυναίκα να ήξερε την απάντηση. Θα μπορούσε να είχε ρωτήσει, «Με αψηφάς ακόμη;» —συχνά ήταν ευχάριστο να συνεχίζει μ’ αυτή την ερώτηση ώσπου να την ικετεύουν για να αποδείξουν ότι δεν την αψηφούσαν— αλλά αυτή τη φορά όλες οι ερωτήσεις έπρεπε να έχουν σημασία.
Αθέλητα ρίγη διέτρεχαν το κορμί της κρεμάμενης γυναίκας. Ρίχνοντας στη Σέμιραγκ μια επιφυλακτική ματιά με στενεμένα μάτια, έγλειψε τα χείλη, έβηξε, και στο τέλος μουρμούρισε βραχνά, «Καμπριάνα Μερκάντες».
Η Σέμιραγκ χαμογέλασε. «Κάνεις καλά που μου λες την αλήθεια». Στο μυαλό υπήρχαν κέντρα πόνου και κέντρα ευχαρίστησης. Διήγειρε ένα από τα τελευταία, μόνο για λίγες στιγμές αλλά με μεγάλη δύναμη, καθώς την πλησίαζε. Το σοκ έκανε την Καμπριάνα να ανοίξει διάπλατα τα μάτια· άφησε μια κοφτή κραυγούλα και τινάχτηκε. Η Σέμιραγκ έβγαλε ένα μαντίλι από το μανίκι της, σήκωσε το απορημένο πρόσωπο της γυναίκας και σφούγγισε τρυφερά τον ιδρώτα. «Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα, Καμπριάνα», είπε με ζεστή φωνή. «Προσπάθησε να μη το κάνεις ακόμα πιο δύσκολο». Με μια απαλή κίνηση τράβηξε τα υγρά μαλλιά της γυναίκας από το πρόσωπό της. «Θα ήθελες να πιεις κάτι;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, διαβίβασε· ένα χτυπημένο μεταλλικό φλασκί ήρθε αιωρούμενο από το τραπεζάκι της γωνίας στο χέρι της. Η Άες Σεντάι δεν τράβηξε το βλέμμα από τα μάτια της Σέμιραγκ, αλλά ήπιε διψασμένα. Ύστερα από μερικές γουλιές, η Σέμιραγκ πήρε το φλασκί και το ξανάβαλε στο τραπέζι. «Τώρα είναι πιο ωραία, ε; Θυμήσου, μην κάνεις τα πράγματα πιο δύσκολα για σένα». Καθώς έστριβε για να απομακρυνθεί, η γυναίκα ξαναμίλησε, με βραχνή φωνή.