Выбрать главу

«Φτύνω στο γάλα της μάνας σου, Σκοτεινόφιλη! Μ’ ακούς; Να...»

Η Σέμιραγκ σταμάτησε να ακούει. Οποιαδήποτε άλλη φορά, θα ένιωθε ένα κύμα ευχαρίστησης επειδή η μαχητικότητα της ασθενούς δεν είχε ξεριζωθεί ακόμα. Η μεγαλύτερη αγαλλίαση ήταν όταν κουτσούρευε λίγο-λίγο τη μαχητικότητα και την αξιοπρέπεια των άλλων και τους παρακολουθούσε να συνειδητοποιούν τελικά ότι τα χάνουν, παλεύοντας μάταια να κρατήσουν το λίγο που τους είχε απομείνει. Τώρα δεν προλάβαινε να το κάνει έτσι. Έστησε για άλλη μια φορά με προσοχή τον ιστό στα κέντρα πόνου του μυαλού της Καμπριάνα και τον έδεσε. Συνήθως της άρεσε να έχει προσωπικά τον έλεγχο, όμως τώρα έπρεπε να βιαστεί. Ενεργοποίησε το δίχτυ, διαβίβασε για να σβήσει τα φώτα κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Το σκοτάδι θα έπαιζε κι αυτό τον ρόλο του. Θα ήταν μόνη, στο σκοτάδι, με τον πόνο.

Άθελά της, η Σέμιραγκ άφησε έναν ενοχλημένο ήχο. Δεν υπήρχε φινέτσα μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν της άρεσε όταν έπρεπε να βιαστεί. Κι από πάνω, αναγκαζόταν να φύγει από την ασθενή της· η κοπέλα είχε θέληση και πείσμα· οι συνθήκες ήταν δύσκολες.

Ο διάδρομος ήταν σχεδόν εξίσου άθλιος με το δωμάτιο, μια πλατιά στοά γεμάτη σκιές μέσα στην πέτρα, με διασταυρούμενους διαδρόμους να καταλήγουν σε ένα μισοσκόταδο, τους οποίους δεν είχε καμία διάθεση να εξερευνήσει. Μόνο δύο πόρτες φαίνονταν εκεί, η μια που οδηγούσε στα τωρινά καταλύματά της. Αυτά τα δωμάτια θα ήταν αρκετά άνετα αν αναγκαζόταν να μείνει, όμως δεν τα πλησίασε. Μπροστά σ’ εκείνη την πόρτα στεκόταν ο Σεϊντάρ Χαράν, μαυροντυμένος, κουκουλωμένος σε μια σκοτεινιά σαν καπνό, τόσο ασάλευτος που ήταν ένα σοκ όταν της μίλησε, με ήχο σαν να άλεθε κάποιος σκόνη από κόκαλα.

«Τι έμαθες;»

Η πρόσκληση στο Σάγιολ Γκουλ είχε καταλήξει σε μια προειδοποίηση από τον Μέγα Άρχοντα. ΟΤΑΝ ΥΠΑΚΟΥΣ ΤΟΝ ΣΕΪΝΤΑΡ ΧΑΡΑΝ, ΥΠΑΚΟΥΣ ΕΜΕΝΑ. ΟΤΑΝ ΠΑΡΑΚΟΥΣ ΤΟΝ ΣΕΪΝΤΑΡ ΧΑΡΑΝ... Όσο κι αν την έτσουζε η προειδοποίηση, δεν χρειαζόταν δεύτερη. «Το όνομά της. Καμπριάνα Μεκάντες. Δεν γινόταν να μάθω τίποτα παραπάνω τόσο σύντομα».

Ο Μυρντράαλ γλίστρησε στο διάδρομο με τον τρόπο εκείνο που έκανε τα μάτια να πονούν, ενώ ο εβένινος μανδύας του κρεμόταν, αψηφώντας την κίνηση. Τη μια στιγμή ήταν ένα άγαλμα δέκα βήματα πιο πέρα, την άλλη ορθωνόταν από πάνω της, κι έτσι η Σέμιραγκ ήταν αναγκασμένη ή να οπισθοχωρήσει ή να λυγίσει τον λαιμό, για να κοιτάξει ψηλά εκείνο το νεκρικά χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπο. Της ήταν αδιανόητο να οπισθοχωρήσει. «Θα την ανακρίνεις εξονυχιστικά, Σέμιραγκ. Θα σου τα πει όλα, δίχως καθυστέρηση, και θα μου πεις και το παραμικρό απ’ όσα θα μάθεις».

«Έτσι υποσχέθηκα στον Μέγα Άρχοντα», του είπε αυτή παγερά.

Τα δίχως αίμα χείλη του Σεϊντάρ Χαράν στράβωσαν, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. Αυτή ήταν η μόνη απάντησή του. Γυρίζοντας επιτόπου, απομακρύνθηκε ανάμεσα στις σκιές — και ξαφνικά εξαφανίστηκε.

Μακάρι να ήξερε πώς το έκαναν αυτό. Δεν είχε σχέση με τη Δύναμη, αλλά στις παρυφές τις σκιάς, εκεί που το φως γινόταν σκοτάδι, ένας Μυρντράαλ μπορούσε ξαφνικά να βρεθεί αλλού, σε μια άλλη σκιά πολύ μακριά. Πριν από πολύ καιρό ο Άγκινορ είχε δοκιμάσει μέχρι θανάτου πάνω από εκατό Μυρντράαλ, σε μια μάταια προσπάθεια να μάθει πώς γινόταν. Δεν το ήξεραν ούτε οι ίδιοι οι Μυρντράαλ· η ίδια, προσωπικά, το είχε αποδείξει.

Ξαφνικά κατάλαβε ότι πίεζε με τα χέρια το στομάχι της, που έμοιαζε να έχει μέσα μια μπάλα από πάγο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχε νιώσει φόβο κάπου αλλού εκτός απ’ όταν βρισκόταν ενώπιον του Μεγάλου Άρχοντα στο Χάσμα του Χαμού. Ο πάγος άρχισε να λιώνει καθώς πλησίαζε την άλλη πόρτα της φυλακής. Αργότερα, θα ανέλυε αποστασιοποιημένα αυτό το συναίσθημα· ο Σεϊντάρ Χαράν μπορεί να ήταν διαφορετικός από κάθε άλλο Μυρντράαλ που είχε δει ποτέ της, αλλά δεν έπαυε να είναι Μυρντράαλ.

Ο δεύτερος ασθενής της, που κρεμόταν όπως κι ο πρώτος στον αέρα, ήταν ένας στιβαρός άνδρας με τετράγωνο πρόσωπο, πράσινο σακάκι και παντελόνι, που ήταν ό,τι έπρεπε για να κρύβεσαι σε δάσος. Εδώ οι μισοί λαμπτήρες τρεμόπαιζαν, έτοιμοι να σβήσουν —ήταν θαύμα που κάποιοι είχαν αντέξει τόσο καιρό— αλλά ο Πρόμαχος της Καμπριάνα ήταν κάτι ασήμαντο. Αυτό που χρειαζόταν, όποιος κι αν ήταν ο σκοπός, βρισκόταν στο μυαλό της Άες Σεντάι, όμως, όπως φαινόταν, οι Μυρντράαλ είχαν διαταχθεί να συλλάβουν μια Άες Σεντάι και στον νου τους για κάποιο λόγο οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι ήταν κάτι αξεχώριστο. Ουσιαστικά, έτσι ήταν. Η Σέμιραγκ δεν είχε άλλοτε την ευκαιρία να δαμάσει έναν απ’ αυτούς τους θρυλικούς πολεμιστές.