Αν ο Μέγας Άρχοντας σκόπευε να κάνει τον αλ’Θόρ Νή’μπλις, η Σέμιραγκ θα γονάτιζε μπροστά του — και θα περίμενε ένα στραβοπάτημά του για να πέσει στα χέρια της. Η αθανασία σήμαινε ότι είχες άπειρο χρόνο για να περιμένεις. Στο μεταξύ, δεν θα της έλειπαν ποτέ άλλοι ασθενείς για την ψυχαγωγία της. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν ο Σεϊντάρ Χαράν. Η Σέμιραγκ ήταν πάντα μέτρια παίκτρια στο τσέραν, αλλά ο Σεϊντάρ Χαράν ήταν ένα καινούριο παιχνίδι στη σκακιέρα, με άγνωστη δύναμη και σκοπό. Κι ένας τολμηρός τρόπος για να αιχμαλωτίσεις τον Υψηλό Σύμβουλο του αντιπάλου σου και να τον φέρεις στη δική σου πλευρά, ήταν να θυσιάσεις τους Οβελίσκους σου με μια ψεύτικη επίθεση. Θα γονάτιζε αν χρειαζόταν, για όσο διάστημα χρειαζόταν, αλλά δεν θα θυσίαζε τον εαυτό της.
Μια παράξενη αίσθηση στο δίχτυ την έβγαλε από τις σκέψεις της. Έριξε μια ματιά στον ασθενή και πλατάγισε τη γλώσσα με αγανάκτηση. Το κεφάλι του κρεμόταν στο πλάι, το πηγούνι του ήταν σκούρο από το αίμα μιας κι είχε δαγκώσει τη γλώσσα του, τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα κι είχαν πάρει μια θαμπάδα. Η Σέμιραγκ είχε φανεί απρόσεχτη κι είχε αφήσει τη διέγερση να αυξηθεί πιο γρήγορα και πιο πολύ απ’ όσο έπρεπε. Ενοχλημένη μέσα της αλλά χωρίς να το δείχνει, έπαψε να διαβιβάζει. Άδικα θα πάσχιζε να διεγείρει το μυαλό ενός πτώματος.
Τότε της ήρθε μια ξαφνική σκέψη. Αν ο Πρόμαχος ένιωθε αυτό που ένιωθε η Άες Σεντάι, μήπως το ίδιο ίσχυε κι αντιστρόφως; Κοιτώντας τις ουλές που στόλιζαν το σώμα του άνδρα, η Σέμιραγκ ήταν σίγουρη πως αυτό ήταν αδύνατο· ακόμα κι αυτοί οι απλοϊκοί ανόητοι θα τροποποιούσαν τον δεσμό, αν σήμαινε ότι θα μοιράζονταν αυτή την αίσθηση. Πάντως, παράτησε το πτώμα και βγήκε στο διάδρομο με κάποια βιασύνη.
Οι κραυγές που άκουσε πριν ανοίξει την πόρτα με τα σιδερένια ελάσματα που οδηγούσε στο σκοτάδι, την έκαναν να πάρει μια βαθιά ανάσα από την ανακούφιση. Αν είχε σκοτώσει τη γυναίκα προτού μάθει όλα όσα ήξερε, τότε η Σέμιραγκ θα έμενε εδώ για να περιμένει την επόμενη Άες Σεντάι που θα συλλαμβανόταν. Μπορεί και περισσότερο.
Ελάχιστες κατανοητές λέξεις υπήρχαν ανάμεσα στα ουρλιαχτά που έγδερναν το λαρύγγι της γυναίκας, λέξεις που έμοιαζαν να έχουν όλη τη δύναμη της ψυχής της ασθενούς μέσα τους. «Σε παρακαλώωωω! Φως μου, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩΩΩ!»
Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της Σέμιραγκ. Τελικά, θα διασκέδαζε λιγάκι.
7
Ένα Ζήτημα Σκέψης
Καθισμένη στο στρώμα, η Ηλαίην τελείωσε τα εκατό βουρτσίσματα που έκανε με το αριστερό χέρι, άφησε τη βούρτσα στο δερμάτινο ταξιδιωτικό σακίδιό της και το ξανάχωσε κάτω από το στενό κρεβάτι. Την είχε πιάσει ένας μουντός πόνος πίσω από τα μάτια, αφού είχε περάσει όλη τη μέρα φτιάχνοντας τερ’ανγκριάλ. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές προσπαθούσε να φτιάξει τερ’ανγκριάλ. Η Νυνάβε, που καθόταν κι ισορροπούσε στο ετοιμόρροπο σκαμνί τους, είχε τελειώσει εδώ και ώρα να βουρτσίζει τα μαλλιά της που χύνονταν ως τη μέση της, και ξανάπλεκε χαλαρά την πλεξούδα της για να κοιμηθεί. Το πρόσωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Παρ’ όλο που είχαν ανοιχτό το παράθυρο, το δωματιάκι ήταν σαν φούρνος. Το φεγγάρι φαινόταν χοντρό στον κατάμαυρο, έναστρο ουρανό. Το απολειφάδι του κεριού τους έχυνε μια αδύναμη λάμψη. Στο Σαλιντάρ υπήρχε έλλειψη σε κεριά και σε λάδι για λάμπες· όλοι βολεύονταν μ’ ένα φωτάκι για το βράδυ, εκτός αν είχαν να κάνουν δουλειά με πένα και μελάνι. Το δωμάτιο ήταν στενό και πρόσφερε ελάχιστο χώρο για να κινηθείς γύρω από τα δύο κοντά κρεβάτια. Τα περισσότερα υπάρχοντά τους ήταν πακεταρισμένα σε δύο ταλαιπωρημένα σεντούκια με μπρούτζινα ελάσματα για ενίσχυση. Τα φορέματα των Αποδεχθεισών κι οι μανδύες, οι οποίοι τώρα ήταν παντελώς άχρηστοι, κρέμονταν από ξύλινα καρφιά στους τοίχους, όπου ανώμαλες τρύπες στον ραγισμένο γύψο που κιτρίνιζε έδειχναν τα σανίδια από πίσω. Ανάμεσα στα κρεβάτια ήταν σφηνωμένο ένα τραπεζάκι που έγερνε, και στη γωνία βρισκόταν ένα ετοιμόρροπο επιπλάκι με το λαβομάνο και μια άσπρη κανάτα με νερό που είχαν έναν εκπληκτικό αριθμό ρωγμών πάνω τους. Εκεί δεν κανάκευαν ούτε ακόμα και κείνες τις Αποδεχθείσες που είχαν κερδίσει πλήθος επαίνων.