Ένα ματσάκι μαραμένα γαλανόλευκα αγριολούλουλδα —που τα είχε ξεγελάσει ο καιρός για να ανθίσουν αργά, κι αποθαρρυμένα— ξεπρόβαλλαν από ένα κίτρινο βάζο με σπασμένο λαιμό ανάμεσα σε δύο καφέ πήλινες κούπες στο τραπέζι. Το μόνο άλλο ίχνος χρώματος ήταν ένα πράσινο ωδικό σπουργίτι με ρίγες σε ένα κλουβί φτιαγμένο από λυγαριά. Η Ηλαίην το περιποιόταν επειδή είχε σπάσει τη φτερούγα του. Είχε προσπαθήσει με το λίγο ταλέντο της να Θεραπεύσει ένα άλλο πουλί, όμως τα ωδικά πτηνά ήταν τόσο μικρά, ώστε δεν επιζούσαν από το σοκ.
Μη γκρινιάζεις, επιτίμησε τον εαυτό της. Οι Άες Σεντάι ζούσαν ελαχίστως καλύτερα, οι μαθητευόμενες κι οι υπηρέτριες κάπως χειρότερα, κι οι στρατιώτες του Γκάρεθ Μπράυν συχνά κοιμούνταν στο χώμα. Ό,τι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, πρέπει να το υπομείνουμε. Ήταν κάτι που έλεγε και ξανάλεγε η Λίνι. Το Σαλιντάρ διέθετε ελάχιστες ανέσεις και καθόλου πολυτέλειες. Και πουθενά δροσιά.
Τράβηξε τη νυχτικιά που είχε κολλήσει στο σώμα της και φύσηξε το μπροστινό του μέρος. «Πρέπει να είμαστε εκεί προτού φτάσουν, Νυνάβε. Ξέρεις τι τις πιάνει όταν αναγκάζονται να περιμένουν».
Αύρα δεν σάλευε πουθενά κι ο καυτός αέρας έμοιαζε να τραβά τον ιδρώτα απ’ όλους τους πόρους της. Σίγουρα κάτι θα μπορούσε να γίνει για τον καιρό. Φυσικά, αν υπήρχε κάτι, οι Ανεμοσκόποι των Θαλασσινών θα το είχαν ήδη κάνει, αλλά ίσως, αν το σκεφτόταν, να έβρισκε κάτι, αρκεί οι Άες Σεντάι να της έδιναν λίγη ώρα μακριά από τα τερ’ανγκριάλ. Ως Αποδεχθείσα, θεωρητικά μελετούσε ό,τι ήθελε, αλλά... Αν μπορούσαν, θα με ανάγκαζαν να τρώω και να διδάσκω ταυτόχρονα την κατασκευή των τερ’ανγκριάλ, και τότε δεν θα είχα ούτε ένα λεπτό ελεύθερο για μένα. Τουλάχιστον αύριο θα έκανε ένα διάλειμμα.
Καθώς ανασάλευε στο κρεβάτι, η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια κι έπαιξε με το βραχιόλι α’ντάμ στον καρπό της. Πάντα επέμενε να το φορά η μια από τις δυο τους, ακόμα κι όταν κοιμούνταν, παρ’ όλο που προκαλούσε εξαιρετικά παράξενα και δυσάρεστα όνειρα. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε λόγος· το α’ντάμ κρατούσε αιχμάλωτη τη Μογκέντιεν, ακόμα κι αν το άφηνες σ’ ένα κρεμαστάρι του τοίχου, κι εκτός αυτού, η γυναίκα μοιραζόταν ένα μικροσκοπικό δωματιάκι με την Μπιργκίτε. Η Μπιργκίτε ήταν ο καλύτερος φρουρός που υπήρχε, κι εκτός αυτού, η Μογκέντιεν μόνο που δεν έβαζε τα κλάματα κάθε φορά που η Μπιργκίτε σούφρωνε τα φρύδια. Είχε ελάχιστους λόγους να θέλει τη Μογκέντιεν ζωντανή, άφθονους να την προτιμά νεκρή, κάτι το οποίο η άλλη γνώριζε. Απόψε το βραχιόλι θα ήταν πιο άχρηστο απ’ ό,τι συνήθως.
«Νυνάβε, θα μας περιμένουν».
Η Νυνάβε ξεφύσησε δυνατά —δεν της άρεσε να τρέχει στις προσταγές κανενός— αλλά πήρε ένα από τα δύο επίπεδα πέτρινα δαχτυλίδια από το τραπεζάκι ανάμεσα στα κρεβάτια. Ήταν και τα δύο μεγάλα για να φορεθούν στο δάχτυλο· το ένα είχε γαλάζιες και καφέ ρίγες και πιτσιλιές, το άλλο γαλάζια και κόκκινα, και ήταν συστρεμμένα έτσι, ώστε να έχουν μόνο μία επιφάνεια. Έλυσε το δερμάτινο κορδόνι που κρεμόταν στο λαιμό της και πέρασε το καφεγάλανο δαχτυλίδι πλάι σε ένα άλλο που υπήρχε εκεί, βαρύ, χρυσό. Το δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του Λαν. Άγγιξε τρυφερά το χοντρό, μαλαματένιο κόσμημα πριν τα χώσει και τα δύο στον κόρφο της.
Η Ηλαίην πήρε το κοκκινογάλανο και το κοίταξε συνοφρυωμένη.
Τα δαχτυλίδια ήταν τερ’ανγκριάλ τα οποία είχε φτιάξει μιμούμενη ένα που τώρα βρισκόταν στην κατοχή της Σιουάν, και παρ’ όλη την απλή όψη τους, ήταν απίστευτα πολύπλοκα. Αν κοιμόσουν έχοντας ένα να αγγίζει την επιδερμίδα σου, σε μετέφερε στον Τελ’αράν’ριοντ, τον Κόσμο των Ονείρων, το καθρέφτισμα του πραγματικού κόσμου. Ίσως όλων των κόσμων· κάποιες Άες Σεντάι ισχυριζόταν ότι υπήρχαν πολλοί κόσμοι, σαν να έπρεπε να υπάρχουν όλες οι παραλλαγές του Σχήματος, κι ότι όλοι εκείνοι οι κόσμοι μαζί αποτελούσαν ένα ακόμα μεγαλύτερο Σχήμα. Το σημαντικό ήταν ότι ο Τελ’αράν’ριοντ καθρέφτιζε αυτόν εδώ τον κόσμο, κι είχε ιδιότητες εξαιρετικά χρήσιμες. Ειδικά αφού, απ’ όσο μπορούσαν να καταλάβουν, ο Πύργος δεν ήξερε ότι μπορούσες να μπεις εκεί.
Αυτά τα δύο δαχτυλίδια δεν λειτουργούσαν τόσο καλά όσο το αρχικό, αν κι έκαναν τη δουλειά τους. Η Ηλαίην βελτιωνόταν· από τις τέσσερις απόπειρες να κατασκευάσει ένα αντίγραφο, μόνο η μία είχε αποτύχει. Αυτό το ποσοστό ήταν πολύ καλύτερο συγκριτικά με τα πράγματα που έκανε αρχίζοντας από το μηδέν. Μα τι θα συνέβαινε, αν κάποια από τις αποτυχίες της αντί να μη λειτουργεί καθόλου ή μέτρια, προκαλούσε κάτι χειρότερο; Υπήρχαν Άες Σεντάι που είχαν σιγανευτεί μελετώντας κάποια τερ’ανγκριάλ. Είχαν καεί, έτσι το έλεγαν όταν συνέβαινε κατά λάθος, αλλά και πάλι ήταν οριστικό. Η Νυνάβε δεν το πίστευε αυτό, φυσικά, αλλά η Νυνάβε δεν θα ένιωθε ικανοποιημένη παρά μόνο όταν έφτανε στο σημείο να Θεραπεύει κάποιον που ήταν τρεις μέρες νεκρός.