Η Ηλαίην στριφογύριζε το δαχτυλίδι στα δάχτυλά της. Το αποτέλεσμα ήταν απλό και κατανοητό, αλλά ακόμα της διέφευγε το «πώς». Το «πώς» και το «γιατί» ήταν τα κλειδιά. Κατά τη γνώμη της, το μοτίβο των χρωμάτων στα κλειδιά ήταν εξίσου σημαντικό με τη μορφή τους —μόνο ένα συστρεμμένο δαχτυλίδι έκανε τη δουλειά, και το άλλο που είχε γίνει όλο γαλάζιο σου έφερνε φρικτούς εφιάλτες— αλλά δεν ήξερε πώς να αναπαράγει το κόκκινο, το γαλάζιο και το καφέ των αρχικών δαχτυλιδιών. Όμως η βαθιά δομή των αντιγράφων της ήταν ίδια, ο τρόπος που ήταν διευθετημένα τα μικρότερα τμήματά τους, τόσο μικρά που δεν μπορούσες να τα δεις, ούτε να τα εντοπίσεις, δίχως τη Μία Δύναμη. Γιατί, άραγε, είχαν σημασία τα χρώματα; Έμοιαζε να υπάρχει ένα κοινό νήμα σ’ αυτές τις μικρές δομές των τερ’ανγκριάλ που ήταν αναγκαίο για να δουλέψει η διαβίβαση, κι ένα άλλο για εκείνα τα τερ’ανγκριάλ τα οποία απλώς χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη —όταν το είχε ανακαλύψει τυχαία, ήταν το στοιχείο που της είχε επιτρέψει να δοκιμάσει για πρώτη φορά να φτιάξει καινούρια— αλλά υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερε, για τα οποία απλώς έκανε εικασίες.
«Εκεί θα κάθεσαι όλη νύχτα;» ρώτησε ξερά η Νυνάβε κι η Ηλαίην τινάχτηκε. Η Νυνάβε άφησε την πήλινη κούπα στο τραπέζι κι απλώθηκε στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση. «Εσύ είπες ότι δεν πρέπει να περιμένουν. Εγώ πάντως δεν θέλω να δώσω σ’ αυτές τις καρακάξες άλλη μια δικαιολογία για να μου τραβήξουν το αυτάκι».
Η Ηλαίην έβαλε βιαστικά το πιτσιλωτό δαχτυλίδι —δεν ήταν πια πέτρινο, αν κι από πέτρα είχε ξεκινήσει η κατασκευή του— σε ένα κορδόνι, που το πέρασε στο λαιμό της. Η άλλη πήλινη κούπα είχε ένα μίγμα από βότανα που είχε ετοιμάσει η Νυνάβε, με λίγο μέλι για να γλυκάνει την πικράδα τους. Η Ηλαίην ήπιε περίπου το μισό, που ήξερε από προηγούμενες εμπειρίες ότι έφτανε για να τη βυθίσει στον ύπνο ακόμα κι αν είχε πονοκέφαλο. Απόψε ήταν μια από τις νύχτες που δεν έπρεπε να χασομερά.
Τεντώθηκε στο στενό κρεβατάκι, διαβίβασε λιγάκι για να σβήσει το κερί και μετά ανέμισε τη νυχτικιά της για να δροσιστεί λιγάκι. Ή τουλάχιστον για να κάνει λίγο αεράκι. «Μακάρι να καλυτερέψει η Εγκουέν. Βαρέθηκα τα μασημένα λόγια της Σέριαμ και των άλλων. Θέλω να ξέρω τι συμβαίνει!»
Κατάλαβε ότι είχε θίξει ένα επικίνδυνο θέμα. Η Εγκουέν είχε τραυματιστεί πριν από ενάμιση μήνα στην Καιρχίν, τη μέρα που είχαν πεθάνει η Μουαραίν κι η Λανφίαρ. Τη μέρα που είχε εξαφανιστεί ο Λαν.
«Οι Σοφές λένε ότι καλυτερεύει», μουρμούρισε νυσταγμένα η Νυνάβε στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά, δεν φαινόταν να είχε κάνει τον συνειρμό με τον Λαν. «Έτσι ισχυρίζονται η Σέριαμ κι η κλίκα της, και δεν έχουν λόγο να πουν ψέματα, ακόμα κι αν μπορούσαν».
«Τέλος πάντων, εγώ αύριο το βράδυ θα ήθελα είμαι πάνω από τον ώμο της Σέριαμ και να κοιτάω».
«Αν μιλάμε για—» Η Νυνάβε κοντοστάθηκε για να χασμουρηθεί. «Αν μιλάμε για απραγματοποίητες ευχές, δεν εύχεσαι καλύτερα να σε εκλέξει εσένα Άμερλιν η Αίθουσα; Αυτή είναι πιθανότερο να βγει αληθινή. Μέχρι να βγάλουν κάποια, θα είμαστε αρκετά γριές για τη θέση».
Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα για να αποκριθεί, αλλά, σύμφωνα με το παράδειγμα της άλλης γυναίκας, χασμουρήθηκε κι αυτή. Η Νυνάβε άρχισε να ροχαλίζει, όχι δυνατά, αλλά με πείσμα κι επιμονή. Η Ηλαίην άφησε τα μάτια της να κλείσουν, όμως οι σκέψεις της ήταν άθελά της προσηλωμένες.
Η Αίθουσα είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα με ραθυμία, μιας κι οι Καθήμενες κάποιες μέρες συναντιούνταν για λιγότερο από μια ώρα και κάποιες άλλες καθόλου. Αν έπιανες μια να της μιλήσεις, έκανε σαν να μην υπήρχε βιασύνη, αν και βεβαίως οι Καθήμενες των έξι Ατζα —δεν υπήρχαν Κόκκινες στο Σαλιντάρ, φυσικά— δεν έλεγαν ούτε στις υπόλοιπες Άες Σεντάι τι συζητούσαν στις συγκεντρώσεις τους, πόσο μάλλον σε μια Αποδεχθείσα. Μπορεί οι σκοποί τους να παρέμεναν μυστικοί, αλλά σίγουρα όχι το γεγονός ότι είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Η Ελάιντα κι ο Πύργος δεν θα μπορούσαν να τις αγνοούν επ’ άπειρον. Εκτός αυτού, οι Λευκομανδίτες βρίσκονταν μερικά μίλια παραπέρα, στην Αμαδισία, κι είχαν ακουστεί φήμες για Δρακορκισμένους εδώ στην Αλτάρα. Μόνο το Φως ήξερε τι θα έκαναν οι Δρακορκισμένοι, αν δεν τους είχε ο Ραντ υπό τον έλεγχό του. Ο Προφήτης ήταν ένα καλό παράδειγμα — ή μάλλον ένα φρικτό παράδειγμα. Ταραχές, σπίτια κι αγροκτήματα πυρπολημένα, άνθρωποι δολοφονημένοι, επειδή δεν είχαν επιδείξει αρκετό ζήλο υπέρ του Αναγεννημένου Δράκοντα.