Το ροχαλητό της Νυνάβε ακουγόταν σαν ύφασμα που σχιζόταν, αλλά κάπου στο βάθος. Άλλο ένα χασμουρητό έκανε τα σαγόνια της Ηλαίην να ανοίξουν διάπλατα· η κοπέλα γύρισε στο πλευρό και βολεύτηκε στο λεπτό μαξιλάρι. Υπήρχαν λόγοι για να βιαστούν. Ο Σαμαήλ κατείχε το Ίλιαν, και το Σαλιντάρ απείχε μόνο μερικές εκατοντάδες μίλια από τα Ιλιανά σύνορα, υπερβολικά κοντά σε έναν Αποδιωγμένο. Μόνο το Φως ήξερε πού ήταν οι υπόλοιποι Αποδιωγμένοι και τι πλεκτάνες ετοίμαζαν. Ήταν κι ο Ραντ· έπρεπε να ανησυχούν και για τον Ραντ. Αυτός δεν ήταν κίνδυνος, φυσικά. Ποτέ δεν θα αποτελούσε κίνδυνο. Αλλά ήταν το κλειδί για όλα· ο κόσμος τώρα στ’ αλήθεια περιστρεφόταν γύρω του. Η Εγκουέν θα τον δέσμευε, με κάποιον τρόπο. Η Μιν. Η Μιν κι η αντιπροσωπεία πρέπει να ήταν τώρα στα μισά του δρόμου για το Κάεμλυν. Δεν υπήρχαν χιόνια που θα τις καθυστερούσαν. Χρειάζονταν άλλον ένα μήνα για να φτάσουν. Όχι ότι ανησυχούσε μήπως η Μιν πλησίαζε τον Ραντ. Δεν είχε μυαλό η Αίθουσα; Ο ύπνος την αγκάλιασε, κι η Ηλαίην βυθίστηκε στον Τελ’αράν’ριοντ...
...και βρέθηκε να στέκεται στον κεντρικό δρόμο ενός σιωπηλού, νυχτωμένου Σαλιντάρ, με το φεγγάρι φαρδύ-πλατύ από πάνω της. Έβλεπε καθαρά, πιο καθαρά απ’ όσο θα διέκρινε κανονικά με το φεγγαρόφωτο. Υπήρχε πάντα μια αίσθηση φωτός στον Κόσμο των Ονείρων, από παντού και από πουθενά, λες και το ίδιο το σκοτάδι είχε μια σκοτεινή ανταύγεια. Αλλά βέβαια έτσι ήταν τα όνειρα, κι αυτό εδώ ήταν όνειρο, αν κι όχι ένα συνηθισμένο όνειρο.
Το χωριό εδώ αντικατόπτριζε το πραγματικό Σαλιντάρ, αλλά σαν ένα παράξενο αντίγραφο, με πιο έντονη την αίσθηση της ακινησίας απ’ όσο θα προσέδιδε η νύχτα. Όλα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, και μια άδεια αίσθηση κρεμόταν παντού, σαν να ήταν ακατοίκητα όλα εκείνα τα κτήρια. Φυσικά, εδώ δεν κατοικούσε κανείς. Το ψιλό κάλεσμα ενός νυχτοπουλιού πήρε απάντηση από ένα άλλο, κι ύστερα ένα τρίτο, και μετά κάτι έκανε έναν αμυδρό ήχο θροΐσματος, καθώς σερνόταν να κρυφτεί στο παράξενο ημίφως, αλλά οι στάβλοι θα ήταν άδειοι, όπως επίσης οι ξύλινες μάντρες έξω από το χωριό, και τα ξέφωτα όπου ήταν μαζεμένα τα πρόβατα και τα γελάδια. Θα υπήρχαν άφθονα αγρίμια, αλλά κανένα εξημερωμένο ζώο. Οι λεπτομέρειες θα άλλαζαν από τη μια ματιά ως την άλλη· το κτήριο με την καλαμοσκεπή παρέμενε ίδιο, όμως το βαρέλι του νερού θα ήταν σε κάπως διαφορετικό σημείο ή θα είχε χαθεί, μια πόρτα που ήταν ανοιχτή θα φαινόταν κλειστή. Όσο πιο εφήμερο ήταν κάτι στον πραγματικό κόσμο, τόσο περισσότερο θα άλλαζε η θέση ή η κατάστασή του εδώ, τόσο πιο ασταθής η αντανάκλαση του.
Κάποιες στιγμές φευγαλέα ίχνη κίνησης φαίνονταν στο σκοτεινό δρόμο, όλο και κάποιος εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν ύστερα από μερικά βήματα, ή, ακόμα, έπλεε πάνω από το έδαφος σαν να πετούσε Πολλά όνειρα των ανθρώπων άγγιζαν τον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά για ελάχιστο διάστημα. Ήταν δείγμα καλής τύχης για την Ηλαίην και τις άλλες. Μια άλλη ιδιότητα του Κόσμου των Ονείρων ήταν πως ό,τι σου συνέβαινε εδώ ήταν αληθινό όταν ξυπνούσες. Αν πέθαινες εδώ, δεν θα ξυπνούσες. Ένα παράξενο καθρέφτισμα. Μόνο ο καύσωνας παρέμενε ίδιος.
Η Νυνάβε στεκόταν εκεί μέσα σε ένα λευκό φόρεμα Αποδεχθείσας με τις χρωματιστές ρίγες στον ποδόγυρο, δείχνοντας ανυπομονησία πλάι στη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχε επίσης και το ασημένιο βραχιόλι, μολονότι απ’ εδώ δεν θα είχε αποτέλεσμα στον ξυπνητό κόσμο· το βραχιόλι ακόμα κρατούσε τη Μογκέντιεν, αλλά η Νυνάβε, έξω από το σώμα της, δεν θα ένιωθε τίποτα διαμέσου του. Η Ληάνε ήταν μεγαλοπρεπής και λεπτή, αν και, κατά τη γνώμη της Ηλαίην, η σχεδόν διαφανής Ντομανική εσθήτα από λεπτό μετάξι αποσπούσε την προσοχή από την κομψότητά της. Επίσης, τα χρώματα συνεχώς άλλαζαν· αυτό συνέβαινε μέχρι να μάθεις πώς λειτουργούσαν τα πράγματα εδώ. Η Σιουάν ήταν πιο έμπειρη. Είχε απλό φόρεμα από γαλάζιο μετάξι, ανοιχτό στο λαιμό, ίσα για να δείξει το συστρεμμένο δαχτυλίδι φορεμένο ως μενταγιόν. Όμως στο φόρεμα εμφανίζονταν και χάνονταν δαντέλες, κι η ασημένια αλυσιδίτσα γινόταν περίτεχνο περιδέραιο, άλλοτε με ρουμπίνια κι άλλοτε φλογόσταλες ή σμαράγδια με χρυσό δέσιμο, με τα ανάλογα σκουλαρίκια, κι έπειτα ξαναγινόταν απλή αλυσίδα.
Το κρεμασμένο στον λαιμό της Σιουάν δαχτυλίδι ήταν το αυθεντικό· βλέποντάς την, έμοιαζε να είναι πραγματική όσο τα κτήρια. Η Ηλαίην έβλεπε τον εαυτό της εξίσου πραγματικό, όμως ήξερε ότι οι άλλοι την έβλεπαν κάπως θολή, κι έτσι θολές φαίνονταν επίσης η Νυνάβε κι η Ληάνε. Νόμιζες ότι θα έβλεπες το σεληνόφως από μέσα τους. Να τι πάθαινε κανείς όταν χρησιμοποιούσε αντίγραφο. Ένιωθε την Αληθινή Πηγή, αλλά ένιωθε το σαϊντάρ να της ξεγλιστρά· αν προσπαθούσε να διαβιβάσει, τα αποτελέσματα θα ήταν ισχνά. Αυτό δεν θα συνέβαινε με το δαχτυλίδι που φορούσε η Σιουάν, όμως όταν είχες μυστικά τα οποία είχε ανακαλύψει κάποιος, αλλά δεν τολμούσες να τα φανερώσεις σε όλους, αυτό ήταν το τίμημα. Η Σιουάν εμπιστευόταν περισσότερο το πρωτότυπο παρά τα αντίγραφα της Ηλαίην, κι έτσι το φορούσε —αν και μερικές φορές το έβαζε η Ληάνε— ενώ η Ηλαίην κι η Νυνάβε, που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το σαϊντάρ, αναγκαστικά φορούσαν τα αντίγραφα.