Выбрать главу

«Πού είναι;» ρώτησε απαιτητικά η Σιουάν. Ο λαιμός του φορέματός της ανεβοκατέβαινε. Το φόρεμα είχε γίνει πράσινο τώρα και το δαχτυλίδι ήταν περασμένο σε ένα κολιέ από χοντρές φεγγαρόπετρες. «Λες και δεν φτάνει που θέλουν να πιάσουν τα κουπιά στη βάρκα μου, με κάνουν και περιμένω από πάνω».

«Δεν ξέρω γιατί σε ταράζει που θα έρθουν κι αυτές», της είπε η Ληάνε. «Σου αρέσει να τις βλέπεις όταν κάνουν λάθη. Ξέρουν πολύ λιγότερα απ’ όσα νομίζουν». Για μια στιγμή, η εσθήτα της έγινε επικίνδυνα διαφανής· μια σειρά γεμάτη από χοντρές πέρλες φάνηκε γύρω από το λαιμό της κι εξαφανίστηκε. Δεν το πρόσεξε. Εδώ είχε ακόμα λιγότερη εμπειρία από τη Σιουάν.

«Θέλω να κοιμηθώ πραγματικά», μουρμούρισε η Σιουάν. «Δεν προφταίνω να πάρω ούτε ανάσα με τις δουλειές που μου βάζει ο Μπράυν. Αλλά πρέπει να περιμένω πότε θα μας κάνουν τη χάρη κάποιες γυναίκες που θα περάσει η μισή νύχτα μέχρι να θυμηθούν πώς περπατάς εδώ. Για να μην πω που φορτωθήκαμε κι αυτές τις δύο». Κοίταξε την Ηλαίην και τη Νυνάβε σμίγοντας τα φρύδια, κι έπειτα ύψωσε ένα αγανακτισμένο βλέμμα στον ουρανό.

Η Νυνάβε έπιασε γερά την πλεξούδα της, σημάδι ότι είχε αρχίσει να κορώνει. Αυτή τη φορά, η Ηλαίην συμφωνούσε απολύτως μαζί της. Ήταν δύσκολο να είσαι δασκάλα με μαθήτριες που νόμιζαν ότι ήξεραν περισσότερα από σένα κι ήταν πιθανότερο να σου βάλουν αυτές τις φωνές παρά εσύ σ’ εκείνες. Φυσικά, οι άλλες ήταν χειρότερες κι από τη Σιουάν κι από τη Ληάνε. Μα πού ήταν πια;

Στο δρόμο φάνηκε μια κίνηση. Έξι γυναίκες, που τις περιέβαλλε η λάμψη του σαϊντάρ, οι οποίες δεν εξαφανίστηκαν. Ως συνήθως, η Σέριαμ κι οι άλλες του συμβουλίου της είχαν ονειρευτεί τον εαυτό τους στις κρεβατοκάμαρές τους κι είχαν έρθει περπατώντας. Η Ηλαίην δεν ήξερε αν καταλάβαιναν τα χαρακτηριστικά του Τελ’αράν’ριοντ ή όχι ακόμα. Πάντως, συχνά επέμεναν να κάνουν τα πράγματα με τον δικό τους τρόπο, παρ’ όλο που υπήρχε καλύτερος. Ποιος ήξερε καλύτερα από τις Άες Σεντάι;

Οι έξι Άες Σεντάι ήταν πράγματι πρωτάρες στον Τελ’αράν’ριοντ και τα φορέματά τους άλλαζαν με κάθε ματιά που έριχνε η Ηλαίην. Στην αρχή μία απ’ αυτές φορούσε το κεντητό επώμιο των Άες Σεντάι με κρόσσια στο χρώμα του Άτζα της και τη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον να σχηματίζει ένα ευδιάκριτο δάκρυ στη ράχη της, έπειτα τέσσερις, έπειτα καμία. Μερικές φορές ήταν ελαφριά κάπα ταξιδίου, για να προστατεύει από τη σκόνη, με τη Φλόγα στη ράχη κι αριστερά στο στήθος. Τα αγέραστα πρόσωπά τους δεν έδειχναν να επηρεάζονται από τη ζέστη, φυσικά —αυτό ήταν συνηθισμένο για τις Άες Σεντάι— και δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στα ρούχα τους.

Ήταν θολές όσο η Νυνάβε κι η Ληάνε. Η Σέριαμ κι οι άλλες εμπιστεύονταν περισσότερα τα τερ’ανγκριάλ των ονείρων που απαιτούσαν διαβίβαση, παρά τα δαχτυλίδια. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ο Κόσμος των Ονείρων δεν είχε σχέση με τη Μία Δύναμη. Η Ηλαίην, πάντως, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιες χρησιμοποιούσαν αντίγραφα. Κάπου πάνω τους οι τρεις θα είχαν έναν μικρό δίσκο από κάτι που κάποτε ήταν σίδηρος, ο οποίος είχε χαραγμένη κι από τις δύο πλευρές μια σφιχτή σπειροειδή γραμμή κι έπαιρνε ενέργεια από μια ροή Πνεύματος, τη μόνη από τις Πέντε Δυνάμεις που μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου. Εκτός από εδώ, που μπορούσες να τις διαβιβάσεις όλες. Οι άλλες τρεις γυναίκες θα έφεραν πάνω τους μικρές πλάκες, κεχριμπαρένιες κάποτε, εντός των οποίων υπήρχαν σκαλισμένες μορφές κοιμώμενων γυναικών. Ακόμα κι αν η Ηλαίην είχε και τα έξι τερ’ανγκριάλ μπροστά της, δεν θα είχε την ικανότητα να ξεχωρίσει ποια ήταν τα δύο πρωτότυπα· αυτά τα αντίγραφα είχαν βγει πολύ καλά. Αλλά, έστω κι έτσι, ήταν απλώς αντίγραφα.

Καθώς οι Άες Σεντάι προχωρούσαν παρέα στον χωματόδρομο, η Ηλαίην άκουσε το τέλος της συζήτησής τους, αν και δεν έβγαζε άκρη από τα λεγόμενά τους.

«...θα χλευάσουν την επιλογή μας, Καρλίνυα», έλεγε η Σέριαμ με τα πυρόξανθα μαλλιά, «αλλά θα χλευάσουν όποια επιλογή κι αν κάνουμε. Ας υποστηρίξουμε την απόφασή μας. Είναι περιττό να σου απαριθμήσω ξανά τους λόγους».