Η Μόρβριν, μια γεροδεμένη Καφέ αδελφή με γκρίζες πινελιές στα μαλλιά, ξεφύσησε κι είπε, «Ύστερα από τόση δουλειά που κάναμε με την Αίθουσα, θα δυσκολευόμασταν να τους αλλάξουμε τώρα γνώμη».
«Αν δεν μας περιγελάσει κανένας μονάρχης, τι μας νοιάζει;» ξεσπάθωσε η Μυρέλ. Ήταν η νεότερη από τις έξι, δεν είχε πολλά χρόνια που ήταν Άες Σεντάι, και φαινόταν εκνευρισμένη.
«Ποιος θα τολμούσε;» ρώτησε η Ανάγια, σαν γυναίκα που ρωτούσε ποιο παιδί θα τολμούσε να πατήσει λασπωμένο στα χαλιά της. «Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει βασιλιάς ή βασίλισσα που να ξέρει αρκετά από τα εσωτερικά των Άες Σεντάι ώστε να το καταλάβει. Μόνο η γνώμη των αδελφών μας πρέπει να μας νοιάζει, όχι των άλλων».
«Αυτό που με ανησυχεί», αποκρίθηκε ψυχρά η Καρλίνυα, «είναι ότι αν την καθοδηγούμε εύκολα εμείς, ίσως μπορέσουν να την καθοδηγήσουν εύκολα κι άλλοι». Η Λευκή αδελφή, χλωμή με μάτια σχεδόν μαύρα, ήταν πάντα ψυχρή, παγερή θα έλεγαν μερικοί.
Όποιο κι αν ήταν το θέμα, δεν ήθελαν να το συζητήσουν μπροστά στην Ηλαίην ή τις άλλες· σιώπησαν λίγο πριν τις φτάσουν.
Η αντίδραση της Σιουάν και της Ληάνε στις νεοφερμένες ήταν να γυρίσουν απότομα την πλάτη η μία στην άλλη, λες και η άφιξη των Άες Σεντάι είχε διακόψει κάποια φιλονικία. Η Ηλαίην κοίταξε γρήγορα το φόρεμά της. Ήταν το κατάλληλο λευκό φόρεμα με τις σωστές ρίγες. Δεν ήξερε πώς ένιωθε γι’ αυτό, που εμφανιζόταν με το κατάλληλο φόρεμα δίχως ιδιαίτερη σκέψη· θα έβαζε στοίχημα ότι η Νυνάβε είχε άλλη ενδυμασία όταν είχε εμφανιστεί κι είχε αναγκαστεί να την αλλάξει. Βέβαια, η Νυνάβε ήταν ατρόμητη και πάλευε με τους περιορισμούς στους οποίους η Ηλαίην συναινούσε. Πώς θα κατάφερνε να κυβερνήσει το Άντορ; Αν η μητέρα της ήταν νεκρή. Αν.
Η Σέριαμ, παχουλούλα με ψηλά ζυγωματικά, έστρεψε τα γερτά πράσινα μάτια της στη Σιουάν και τη Ληάνε. Για μια στιγμή, φάνηκε να φορά ένα επώμιο με γαλάζια κρόσσια. «Αν δεν μάθετε να τα βγάζετε πέρα μαζί εσείς οι δύο, τότε ορκίζομαι ότι θα σας στείλω πίσω στην Τιάνα». Ο τόνος έδειχνε κάτι που το έλεγε συχνά χωρίς να το εννοεί πια στ’ αλήθεια.
«Αρκετό καιρό δουλεύατε μαζί», είπε η Μπεόνιν με την Ταραμπονέζικη προφορά της. Ήταν μια όμορφη Γκρίζα με μελένια μαλλιά, πλεγμένα σε πλήθος κοτσιδούλες, και γκριζογάλανα μάτια που συνεχώς έδειχναν ξαφνιασμένα. Τίποτα, όμως, δεν ξάφνιαζε την Μπεόνιν. Δεν θα πίστευε ότι ο ήλιος είχε ανατείλει το πρωί, αν δεν το έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια, αλλά, κατά τη γνώμη της Ηλαίην, αν ένα πρωί ο ήλιος αρνιόταν να βγει, η Μπεόνιν δεν θα ταραζόταν καθόλου. Απλώς θα επιβεβαίωνε ότι είχε δίκιο όταν απαιτούσε αποδείξεις. «Μπορείτε και πρέπει να συνεργαστείτε ξανά».
Η Μπεόνιν μιλούσε σαν να το είχε πει αυτό τόσες φορές που δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί. Όλες οι Άες Σεντάι είχαν συνηθίσει πια τη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχαν αρχίσει να τις αντιμετωπίζουν σαν δυο κοριτσόπουλα που δεν σταματούν να τσακώνονται. Οι Άες Σεντάι είχαν την τάση να βλέπουν σαν παιδιά όσες δεν ήταν Άες Σεντάι. Ακόμα κι αυτές τις δύο που κάποτε ήταν αδελφές.
«Ή στείλ’ τες στην Τιάνα ή μη τις στείλεις», ξέσπασε η Μυρέλ, «αλλά πάψε να το λες». Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, η μελαψή, όμορφη γυναίκα δεν ήταν θυμωμένη με τη Σιουάν ή με τη Ληάνε. Ίσως να μην ήταν θυμωμένη με κάποια συγκεκριμένα. Είχε ευέξαπτο χαρακτήρα, κάτι αξιοσημείωτο ακόμα και για τις Πράσινες αδελφές. Το χρυσοκίτρινο μεταξωτό φόρεμά της απόκτησε ψηλό λαιμό, αλλά με οβάλ ντεκολτέ που άφηνε να φαίνεται το πάνω μέρος του στήθους της· φορούσε επίσης ένα αλλόκοτο περιδέραιο, σαν πλατύ ασημένιο κολάρο απ’ όπου κρέμονταν τρία μικρά εγχειρίδια, οι λαβές των οποίων φώλιαζαν στη σχισμή του στήθους της. Εμφανίστηκε και τέταρτο εγχειρίδιο, το οποίο εξαφανίστηκε τόσο γοργά, ώστε ίσως το είχε απλώς φανταστεί. Κοίταξε τη Νυνάβε από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να έψαχνε για κάποιο δικό της σφάλμα. «Θα πάμε στον Πύργο ή δεν θα πάμε; Αν είναι να πάμε, τότε ας κάνουμε κάτι χρήσιμο μιας και ξεκινήσαμε».
Τώρα η Ηλαίην κατάλαβε γιατί ήταν θυμωμένη η Μυρέλ. Όταν η ίδια κι η Νυνάβε είχαν πρωτοφτάσει στο Σαλιντάρ, αντάμωναν την Εγκουέν στον Τελ’αράν’ριοντ κάθε επτά μέρες για να πουν η μια στην άλλη τι είχαν μάθει. Κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο, μιας και την Εγκουέν πάντα τη συνόδευε τουλάχιστον μ{α από τις Αελίτισσες Ονειροβάτισσες στις οποίες μαθήτευε. Είχαν δυσκολευτεί για να συναντιούνται χωρίς μια-δυο Σοφές. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά είχαν τελειώσει όταν είχαν φτάσει στο Σαλιντάρ. Αυτές οι έξι Άες Σεντάι του συμβουλίου της Σέριαμ είχαν πάρει το πάνω χέρι στις συναντήσεις, τότε που είχαν μόνο τα τρία αρχικά τερ’ανγκριάλ κι ελάχιστη γνώση του Τελ’αράν’ριοντ, πέραν του πώς να μπαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό είχε συμβεί όταν είχε τραυματιστεί η Εγκουέν, κι έτσι έμεναν οι Άες Σεντάι να αντιμετωπίζουν Σοφές, δύο ομάδες υπερήφανων κι αποφασισμένων γυναικών, που η κάθε μια ήταν καχύποπτη για τις επιδιώξεις της άλλης και καμία δεν ήθελε ούτε να υποχωρήσει έστω κι ένα βήμα, ούτε να σκύψει το κεφάλι έστω έναν πόντο.