«Φυσικά και θα μας θυμάται», είπε στυφά η Νυνάβε. Το είχε εξηγήσει κι άλλοτε. Έξι Άες Σεντάι την κάρφωσαν με το βλέμμα, υψώνοντας τα φρύδια τους, κι αυτή μαλάκωσε τη φωνή. Ούτε και σ’ αυτήν άρεσε να καθαρίζει κατσαρολικά. «Αν θυμάται το όνειρο, θα μας θυμάται. Αλλά μόνο σαν όνειρο».
Η Μόρβριν έσμιξε τα φρύδια. Απαιτούσε αποδείξεις σχεδόν όσο κι η Μπεόνιν. Η μαρτυρική έκφραση της Νυνάβε θα την έβαζε σε μπελάδες, όποιος κι αν ήταν ο τόνος της. Πριν, όμως, προλάβει η Ηλαίην να πει κάτι για να τραβήξει την προσοχή των Άες Σεντάι από τη Νυνάβε, η Ληάνε μίλησε με ένα σχεδόν απολογητικό μειδίαμα.
«Τι λέτε, δεν πάμε τώρα;»
Η Σιουάν ξεφύσησε περιφρονητικά γι’ αυτή την επίδειξη ντροπαλότητας, κι η Ληάνε την κοίταξε έντονα. «Ναι, σίγουρα θα θέλετε να έχετε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στον Πύργο», είπε η Σιουάν, με τόνο σεβασμού αυτή τη φορά, κι η Ληάνε ρούφηξε τη μύτη της.
Τα κατάφερναν μια χαρά. Η Σέριαμ κι οι άλλες δεν υποψιάζονταν καθόλου ότι η Σιουάν κι η Ληάνε δεν ήταν απλώς δυο σιγανεμένες γυναίκες που πάσχιζαν να βρουν ένα σκοπό που θα τις κρατούσε ζωντανές, που πάσχιζαν να διατηρήσουν ένα μέρος από την προηγούμενη ζωή τους. Δεν ήταν μόνο δύο γυναίκες που όλη την ώρα τσακώνονταν σαν παιδιά. Οι Άες Σεντάι έπρεπε να θυμούνται ότι η Σιουάν φημιζόταν για την ισχυρή της βούληση και για την επιδεξιότητά της στο να χειραγωγεί τους άλλους, και σε μικρότερο βαθμό το ίδιο κι η Ληάνε. Αν φαίνονταν μονοιασμένες, αν έδειχναν τον πραγματικό εαυτό τους, οι έξι Άες Σεντάι θα το είχαν θυμηθεί και θα εξέταζαν εξονυχιστικά ό,τι έλεγαν οι δυο τους. Αλλά όταν φαίνονταν διαιρεμένες, φτύνοντας δηλητήριο η μια στο πρόσωπο της άλλης, σχεδόν κλαίγοντας μπροστά στις Άες Σεντάι χωρίς να δείχνουν ότι το αντιλαμβάνονταν... Όταν η μια αναγκαζόταν να συμφωνήσει απρόθυμα με την άλλη, αυτό προσέδιδε ιδιαίτερο βάρος στην άποψή τους. Η Ηλαίην ήξερε ότι χρησιμοποιούσαν αυτό το τέχνασμα για να κατευθύνουν τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες προκειμένου να υποστηρίξουν τον Ραντ. Ευχήθηκε μόνο να ήξερε για τι άλλο το χρησιμοποιούσαν.
«Έχουν δίκιο», είπε με σταθερή φωνή η Νυνάβε, ρίχνοντας μια αηδιασμένη ματιά στη Σιουάν και τη Ληάνε. Η προσποίηση ενοχλούσε τα μάλα τη Νυνάβε: η Νυνάβε ποτέ δεν θα ικέτευε για τη ζωή της. «Θα έπρεπε να έχετε μάθει πια ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάτε εδώ, τόσο λιγότερο ξεκουράζεστε στην πραγματικότητα. Ο ύπνος όταν είστε στον Τελ’αράν’ριοντ δεν σας ωφελεί όσο ο συνηθισμένος ύπνος. Να θυμάστε τώρα ότι, αν δείτε κάτι παράξενο, πρέπει να δείξετε προσοχή». Δεν της άρεσε να λέει τα ίδια και τα ίδια —αυτό φαινόταν καθαρά στη φωνή της— αλλά η Ηλαίην αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι ήταν συχνά αναγκαίο μ’ αυτές τις γυναίκες. Μακάρι μόνο να μην είχε η Νυνάβε τέτοιο τόνο, σαν να μιλούσε σε αργόστροφα παιδιά. «Όταν κάποιος έρχεται ονειρευόμενος στον Τελ’αράν’ριοντ, όπως η Γκέτα, αλλά βλέπει εφιάλτη, καμιά φορά ο εφιάλτης παραμένει, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Να αποφεύγετε ό,τι μοιάζει ασυνήθιστο. Κι αυτή τη φορά προσπαθήστε να χαλιναγωγήσετε τις σκέψεις σας. Εδώ, αυτό που σκέφτεστε μπορεί να γίνει αληθινό. Εκείνος ο Μυρντράαλ που ξεφύτρωσε από το πουθενά την άλλη φορά, μπορεί να ήταν ένας εφιάλτης που είχε διατηρηθεί, αλλά νομίζω ότι κάποια από σας σκεφτόταν κι αφαιρέθηκε. Μιλούσατε για το Μαύρο Άτζα, αν θυμάστε, και συζητούσατε μήπως έβαζαν Σκιογέννητους στον Πύργο». Σαν να μην έφτανε αυτό, η Νυνάβε πρόσθεσε, «Δεν θα εντυπωσιάσετε τις Σοφές αύριο, αν πετάξετε ανάμεσά σας έναν Μυρντράαλ». Η Ηλαίην μόρφασε.
«Παιδί μου», είπε τρυφερά η Ανάγια, στρώνοντας το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια που τώρα είχε τυλιχτεί ξαφνικά γύρω από τα μπράτσα της, «κάνεις καλή δουλειά, όμως αυτό δεν δικαιολογεί την αυθάδεια».
«Σου έχουν δοθεί πολλά προνόμια», είπε η Μυρέλ, κάθε άλλο παρά τρυφερά, «αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ξέχασες πως είναι προνόμια». Τα σμιγμένα φρύδια της κανονικά θα έκαναν τη Νυνάβε να ριγήσει. Η Μυρέλ τις τελευταίες βδομάδες ήταν ολοένα και πιο σκληρή απέναντι στη Νυνάβε. Κι αυτή επίσης φορούσε το επώμιό της. Όλες το φορούσαν, κάτι που ήταν κακό σημάδι.
Η Μόρβριν ξεφύσησε τραχιά. «Όταν ήμουν Αποδεχθείσα, αν μια κοπέλα μιλούσε με τέτοιον τρόπο σε μια Άες Σεντάι, θα σφουγγάριζε πατώματα επί ένα μήνα, ακόμα κι αν την επόμενη μέρα είχε οριστεί να γίνει Άες Σεντάι».
Η Ηλαίην μίλησε βιαστικά, ελπίζοντας να αποτρέψει τη συμφορά που τις περίμενε. Η Νυνάβε είχε πάρει έκφραση που σίγουρα νόμιζε ότι έδειχνε συμφιλιωτική, αλλά έδειχνε μουτρωμένη και πεισματάρα. «Είμαι βέβαιη ότι δεν εννοούσε κάτι κακό, Άες Σεντάι. Δουλεύουμε τόσο σκληρά. Συγχωρήστε μας, σας παρακαλούμε». Το ότι είχε μπει στη μέση ίσως βοηθούσε, μιας και δεν είχε κάνει τίποτα. Αλλά ίσως και να κατέληγαν κι οι δύο να σφουγγαρίζουν πατώματα. Τουλάχιστον, αυτό έκανε τη Νυνάβε να την κοιτάξει. Και να σκεφτεί, προφανώς, μιας και τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν και πήραν μια έκφραση κατευνασμού, ενώ επίσης έκλινε ίο γόνυ και κοίταζε το χώμα, σαν να ντρεπόταν. Ίσως έτσι να ένιωθε. Ίσως. Η Ηλαίην συνέχισε να μιλά με φούρια, λες κι η Νυνάβε είχε ζητήσει επίσημη συγγνώμη και αυτή είχε γίνει δεκτή. «Ξέρω ότι θέλετε να περάσετε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στον Πύργο, μήπως, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε άλλο; Αν θα μπορούσατε να δείτε με το μυαλό σας το γραφείο της Ελάιντα, όπως το είχατε δει την τελευταία φορά;» Στο Σαλιντάρ ποτέ δεν αποκαλούσαν Άμερλιν την Ελάιντα, και με τον ίδιο τρόπο το γραφείο της Ελάιντα στο Λευκό Πύργο είχε αλλάξει όνομα. «Βάλτε το όλες στο νου σας, ώστε να φτάσουμε μαζί».