Η Ανάγια ένευσε πρώτη, αλλά ακόμα κι η Καρλίνυα κι η Μπεόνιν προτίμησαν να μη δώσουν συνέχεια.
Δεν ήταν σαφές αν είχαν κινηθεί οι δέκα ή αν είχε κινηθεί ο Τελ’αράν’ριοντ γύρω τους. Από τα λίγα που καταλάβαινε στ’ αλήθεια η Ηλαίην, και τα δύο ήταν πιθανό να είχαν συμβεί· ο Κόσμος των Ονείρων ήταν σχεδόν απείρως εύπλαστος. Τη μια στιγμή στέκονταν σε έναν δρόμο του Σαλιντάρ, την άλλη σε ένα μεγάλο, στολισμένο δωμάτιο. Οι Άες Σεντάι ένευσαν με ικανοποίηση, μιας και ακόμα στερούνταν εμπειρίας και χαίρονταν όταν κάτι γινόταν όπως νόμιζαν ότι έπρεπε να γίνει.
Όπως ο Τελ’αράν’ριοντ καθρέφτιζε τον ξυπνητό κόσμο, έτσι αυτό το δωμάτιο καθρέφτιζε τη δύναμη των γυναικών που το χρησιμοποιούσαν τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Τα επίχρυσα φανάρια σε στηρίγματα δεν ήταν αναμμένα, αλλά υπήρχε φως, με τον παράξενο τρόπο του Τελ’αράν’ριοντ και των ονείρων. Το ψηλό τζάκι ήταν από χρυσαφί μάρμαρο του Κάντορ, το πάτωμα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα των Ορέων της Ομίχλης. Οι τοίχοι είχαν επενδυθεί πρόσφατα —μόλις χίλια χρόνια πριν— με ένα ανοιχτόχρωμο ξύλο που είχε παράξενα νερά κι ήταν σκαλισμένο με μορφές θαυμαστών θηρίων και πουλιών, για τα οποία η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως ήταν γεννήματα της φαντασίας του λαξευτή. Εκθαμβωτικά γαλακτερές πέτρες πλαισίωναν τα ψηλά αψιδωτά παράθυρα που έβγαζαν στο μπαλκόνι, το οποίο έβλεπε στον ιδιωτικό κήπο της Άμερλιν· αυτές οι πέτρες είχαν περισυλλεγεί από μια ανώνυμη πόλη που είχε βυθιστεί στη Θάλασσα των Καταιγίδων κατά το Τσάκισμα του Κόσμου, και κανείς δεν είχε βρει όμοιες τους αλλού.
Κάθε γυναίκα που χρησιμοποιούσε αυτό το δωμάτιο άφηνε τη σφραγίδα της εκεί, έστω και μόνο για το διάστημα που το είχε στη διάθεση της, κι η Ελάιντα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Μια βαριά πολυθρόνα σαν θρόνος, με μια φιλντισένια Φλόγα της Ταρ Βάλον να δεσπόζει πάνω από την ψηλή ράχη της, βρισκόταν πίσω από ένα ογκώδες τραπέζι γραφείου που ήταν περίτεχνα σκαλισμένο με δακτυλιους που ενώνονταν ανά τρεις. Το γραφείο ήταν άδειο κι είχε μόνο τρία κουτιά με Αλταρανό λακάρισμα, που ήταν βαλμένα το καθένα στην ίδια ακριβώς απόσταση από το διπλανό του. Ένα απλό λευκό βάζο στεκόταν σε ένα λιτό λευκό βάθρο σε έναν τοίχο. Στο βάζο ήταν βαλμένα λουλούδια, που ο αριθμός και το χρώμα τους άλλαζε όταν τα ξανακοίταζες, αλλά ήταν πάντα διευθετημένα με μια αυστηρή τάξη. Τριαντάφυλλα, τέτοια εποχή, με τέτοιο καιρό! Είχαν σπαταλήσει τη Μία Δύναμη για να τα καλλιεργήσουν. Η Ελάιντα έκανε το ίδιο όταν ήταν σύμβουλος της μητέρας της Ηλαίην.
Πάνω από το τζάκι κρεμόταν ένας πίνακας σύγχρονης τεχνοτροπίας, σε τεντωμένο καμβά, που έδειχνε δύο άνδρες να πολεμούν εν μέσω νεφών, εξακοντίζοντας κεραυνούς. Ο ένας είχε πρόσωπο από φωτιά κι ο άλλος ήταν ο Ραντ. Η Ηλαίην βρισκόταν τότε στο Φάλμε· ο πίνακας δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Υπήρχε ένα σχίσιμο στον καμβά, στο σημείο που ήταν το πρόσωπο του Ραντ, λες και κάποιος είχε πετάξει κάτι βαρύ εκεί, το οποίο είχε διορθωθεί και φαινόταν ανεπαίσθητα. Ήταν φανερό ότι η Ελάιντα ήθελε μια διαρκή υπενθύμιση για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι εξίσου φανερό ότι δεν της άρεσε που ήταν υποχρεωμένη να τον κοιτάζει.
«Με συγχωρείτε», είπε η Ληάνε, ενώ οι άλλες ένευαν ικανοποιημένα ως συνήθως, «αλλά πρέπει να δω αν οι άνθρωποι μου έλαβαν τα μηνύματά μου». Όλα τα Άτζα, εκτός από το Λευκό, είχαν ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών απλωμένο στα έθνη, το ίδιο και πολλές Άες Σεντάι μεμονωμένα, όμως η Ληάνε ήταν από τις σπάνιες, ίσως η μοναδική, που ως Τηρήτρια είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο μέσα στην ίδια την Ταρ Βάλον. Ευθύς μόλις μίλησε, εξαφανίστηκε.