Выбрать главу

«Δεν θα ’πρεπε να περιπλανιέται εδώ μονάχη της», είπε η Σέριαμ με αγανακτισμένη φωνή. «Νυνάβε, ακολούθησε την. Μείνε μαζί της».

Η Νυνάβε τράβηξε την πλεξούδα της. «Νομίζω ότι δεν—»

«Εσύ όλο νομίζεις», τη διέκοψε η Μυρέλ. «Κάνε μια φορά αυτό που σου λένε, όταν σου το λένε, Αποδεχθείσα».

Η Νυνάβε αντάλλαξε μερικές πικρές ματιές με την Ηλαίην κι ένευσε, έδειξε καθαρά να πνίγει μέσα της ένα αναστεναγμό, κι εξαφανίστηκε. Η Ηλαίην δεν ένιωθε την παραμικρή κατανόηση γι’ αυτήν. Αν η Νυνάβε δεν είχε δείξει τον εκνευρισμό της νωρίτερα στο Σαλιντάρ, ίσως τώρα θα μπορούσε να εξηγήσει ότι η Ληάνε μπορεί να βρισκόταν οπουδήποτε στην πόλη, ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τη βρει κι ότι πολλές βδομάδες τριγυρνούσε μόνη της στον Τελ’αράν’ριοντ.

«Για να δούμε τώρα τι μπορούμε να μάθουμε», είπε η Μόρβριν, αλλά πριν σαλέψουν ρούπι, η Ελάιντα βρέθηκε πίσω από το γραφείο, αγριοκοιτάζοντάς τες.

Ήταν μια γυναίκα με αδρό, αυστηρό πρόσωπο, περισσότερο εμφανίσιμη παρά όμορφη, μελαχρινή με μαύρα μάτια, και φορούσε ένα φόρεμα σε κόκκινο της φωτιάς με το ριγωτό επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν στους ώμους. «Όπως ακριβώς το Προέβλεψα», είπε με τελετουργικό τόνο. «Ο Λευκός Πύργος θα επανενωθεί υπό την αρχηγία μου. Την αρχηγία μου!» Έδειξε με σκληράδα το πάτωμα. «Γονατίστε και ζητήστε συγχώρεση για τα αμαρτήματά σας!» Είπε αυτά και χάθηκε.

Η Ηλαίην άφησε την ανάσα της να βγει αργά και χάρηκε όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν η μόνη που το έκανε.

«Ήταν Πρόβλεψη;» Το μέτωπο της Μπεόνιν γέμισε ζάρες καθώς το σκεφτόταν. Δεν έδειχνε ανησυχία, αλλά ίσως την ένιωθε μέσα της. Η Ελάιντα είχε την ικανότητα της Πρόβλεψης, αν και περιστασιακά. Όταν η Πρόβλεψη καταλάμβανε μια γυναίκα κι αυτή ήξερε ότι κάτι θα συνέβαινε, αυτό έβγαινε αληθινό.

«Όνειρο ήταν», είπε η Ηλαίην και ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο σταθερή. «Κοιμάται κι ονειρεύεται. Δεν είναι παράξενο που ονειρεύεται τα πάντα όπως τα θέλει». Σε παρακαλώ, Φως μου, ας είναι μόνο αυτό.

«Πρόσεξες το επιτραχήλιο;» ρώτησε η Ανάγια, χωρίς να απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένα. «Δεν είχε γαλάζια ρίγα». Το επιτραχήλιο της Άμερλιν κανονικά είχε μια ρίγα για κάθε ένα από τα επτά Άτζα.

«Όνειρο», είπε κατηγορηματικά η Σέριαμ. Δεν έδειχνε καθόλου φόβο, αλλά είχε πάλι το επώμιό της με τα γαλάζια κρόσσια και το έσφιγγε γύρω της. Το ίδιο κι η Ανάγια.

«Είτε είναι, είτε δεν είναι», είπε ήρεμα η Μόρβριν, «εμείς ας φροντίσουμε γι’ αυτό που ήρθαμε να κάνουμε». Ελάχιστα πράγματα την τρόμαζαν.

Η απότομη δραστηριότητα μετά τα λόγια της Καφέ αδελφής τόνισε ξαφνικά πόσο είχαν παγώσει πριν όλες τους. Η Ηλαίην, η Καρλίνυα κι η Ανάγια βγήκαν γρήγορα στον προθάλαμο, όπου ήταν το γραφείο της Τηρήτριας. Τη θέση τώρα κατείχε η Αλβιάριν Φράιντχεν, υπό την Ελάιντα· ήταν Λευκή, κατά παράξενο τρόπο, αφού η Τηρήτρια πάντα προερχόταν από το Άτζα της Άμερλιν.

Η Σιουάν τις κοίταξε ευερέθιστα καθώς έφευγαν. Ισχυριζόταν ότι συχνά μάθαινες περισσότερα από τα έγγραφα της Αλβιάριν παρά από αυτά της Ελάιντα, διότι μερικές φορές η Αλβιάριν έμοιαζε να ξέρει περισσότερα από τη γυναίκα την οποία υπηρετούσε, και δυο φορές η Σιουάν είχε βρει ενδείξεις ότι η Αλβιάριν είχε ακυρώσει διαταγές της Ελάιντα, χωρίς να υπάρξουν συνέπειες, απ’ ό,τι είχε φανεί. Όχι βέβαια ότι είχε πει στην Ηλαίην ή τη Νυνάβε τι είδους διαταγές ήταν αυτές. Υπήρχαν όρια στο τι πληροφορίες μοιραζόταν μαζί τους η Σιουάν.

Η Σέριαμ, η Μπεόνιν κι η Μυρέλ μαζεύτηκαν στο τραπέζι της Ελάιντα, άνοιξαν ένα λακαρισμένο κουτί, κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα χαρτιά που είχε μέσα. Το κουτί, λαξεμένο με χρυσά γεράκια που πολεμούσαν μεταξύ τους σε έναν γαλανό ουρανό, έκλεινε ξαφνικά κάθε φορά που άφηναν το καπάκι, μέχρι να θυμηθούν να το κρατήσουν ανοιχτό, και τα χαρτιά άλλαζαν ακόμα και τη στιγμή που τα διάβαζαν. Το χαρτί ήταν πράγματι εφήμερο. Με εκνευρισμένα πλαταγίσματα της γλώσσας και στεναγμούς ενόχλησης, οι Άες Σεντάι συνέχισαν με επιμονή.

«Να μια αναφορά από την Ντανέλ», είπε η Μυρέλ, διατρέχοντας βιαστικά με το βλέμμα μια σελίδα. Η Σιουάν προσπάθησε να τις πλησιάσει —η Ντανέλ, μια νεαρή Καφέ, ήταν μέλος της μυστικής ομάδας η οποία την είχε καθαιρέσει— αλλά η Μπεόνιν, συνοφρυωμένη, της έριξε μια αυστηρή ματιά που την ξανάστειλε στη γωνιά της, όπου άρχισε να μουρμουρίζει μόνη της. Η Μπεόνιν είχε στρέψει ξανά την προσοχή στο κουτί και τα έγγραφά του προτού η Σιουάν κάνει έστω τρία βήματα· οι δύο άλλες γυναίκες ούτε που την είχαν προσέξει. Η Μυρέλ συνέχισε να μιλά. «Λέει ότι ο Μάτιν Στεπάνεος δέχεται μ’ όλη του την καρδιά, ο Ρέντραν ακόμα προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις, ενώ η Αλιάντρε κι η Τάυλιν θέλουν κι άλλο χρόνο για να σκεφτούν τι θα απαντήσουν. Υπάρχει μια σημείωση εδώ από το χέρι της Ελάιντα. “Πιέστε τους!”». Έκανε έναν ξερό ήχο με τη γλώσσα, καθώς η αναφορά έλιωνε στο χέρι της. «Δεν έλεγε για ποιο πράγμα, αλλά μόνο δυο πιθανότητες υπάρχουν γι’ αυτούς τους τέσσερις». Ο Μάτιν Στεπάνεος ήταν Βασιλιάς του Ίλιαν κι ο Ρέντραν του Μουράντυ, ενώ η Αλιάντρε ήταν Βασίλισσα της Γκεάλνταν κι η Τάυλιν της Αλτάρα. Το θέμα πρέπει να ήταν ο Ραντ ή οι Άες Σεντάι που εναντιώνονταν στην Ελάιντα.