Έπαψε να ανησυχεί για το πού βρισκόταν η μητέρα της στ’ αλήθεια, όταν άκουσε τη Σέριαμ να λέει το όνομά της. Δεν μιλούσε στην Ηλαίην· διάβαζε βιαστικά ένα τετράγωνο χαρτί που έγινε μια μακριά περγαμηνή με τρεις βούλες στο κάτω μέρος. Η Ηλαίην Τράκαντ έπρεπε να εντοπιστεί και να επιστραφεί στον Λευκό Πύργο πάση Ουσία. Αν συνεχίζονταν οι γκάφες, οι γυναίκες που είχαν αποτύχει στη δουλειά τους θα «ζήλευαν τη μοίρα εκείνης της Μακούρα». Αυτό έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει· όταν πήγαιναν στο Σαλιντάρ, μια γυναίκα ονόματι Ρόντε Μακούρα παραλίγο θα συλλάμβανε και θα έστελνε την ίδια και τη Νυνάβε στον Πύργο σαν σακιά με άπλυτα. Η Σέριαμ διάβασε ότι ο κυβερνών οίκος του Άντορ ήταν «το κλειδί», κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Το κλειδί για ποιο πράγμα;
Οι τρεις Άες Σεντάι δεν της έριξαν την παραμικρή ματιά. Απλώς κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν τη δουλειά τους. Ίσως να την είχαν ξεχάσει, ίσως όμως όχι. Οι Άες Σεντάι έκαναν αυτό που έκαναν. Αν ήταν να την προστατεύσουν από την Ελάιντα, ήταν απόφαση των Άες Σεντάι, κι αν για κάποιο λόγο αποφάσιζαν να την παραδώσουν στην Ελάιντα δεμένη χειροπόδαρα, ήταν κι αυτό δική τους επιλογή. «Το μπαρακούντα δεν ζητά την άδεια του βατράχου για να τον φάει», όπως θυμόταν τη Λίνι να λέει χαρακτηριστικά.
Η αντίδραση της Ελάιντα στην αμνηστία που πρόσφερε ο Ραντ ήταν φανερή από την κατάσταση της αναφοράς. Η Ηλαίην τη φαντάστηκε: τσαλάκωνε το χαρτί στη γροθιά της, έκανε να το σχίσει, κι ύστερα ψυχρά το ίσιωνε και το πρόσθετε στο κουτί. Το μένος της Ελάιντα ήταν πάντα ψυχρό. Δεν είχε σημειώσει τίποτα σ’ αυτό το έγγραφο, αλλά είχε γράψει βιαστικά καυστικά λόγια σε ένα άλλο, απαριθμώντας τις Άες Σεντάι που ήταν στον Πύργο και ξεκαθαρίζοντας ότι ήταν σχεδόν έτοιμη να δηλώσει δημοσίως ότι όσες δεν υπάκουγαν στη διαταγή της να επιστρέψουν ήταν προδότριες. Η Σέριαμ κι οι άλλες δυο συζήτησαν ατάραχα αυτή την πιθανότητα. Αλλά όσες κι αν ήταν οι αδελφές που σκόπευαν να υπακούσουν, κάποιες απ’ αυτές θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο ταξίδι· ίσως μερικές να μην είχαν λάβει καν την πρόσκληση ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο ανακοινωθέν θα επιβεβαίωνε σ’ όλο τον κόσμο τις φήμες περί ενός διχασμένου Πύργου. Για να σκέφτεται τέτοιο πράγμα, η Ελάιντα πρέπει να ήταν στα πρόθυρα του πανικού ή να ήταν τρελή για δέσιμο.
Μια παγερή ανατριχίλα κατηφόρισε τη ραχοκοκαλιά της Ηλαίην και δεν είχε να κάνει με το αν η Ελάιντα ήταν φοβισμένη ή εξοργισμένη. Υπήρχαν διακόσιες ενενήντα τέσσερις Άες Σεντάι στον Πύργο που υποστήριζαν την Ελάιντα. Σχεδόν το ένα τρίτο όλων των Άες Σεντάι· περίπου όσες ήταν οι συγκεντρωμένες στο Σαλιντάρ. Ίσως το πιο ευνοϊκό ενδεχόμενο που είχαν να περιμένουν ήταν ότι κι οι υπόλοιπες, επίσης, θα μοιράζονταν στη μέση. Ίσως αυτό να ήταν το καλύτερο που είχαν να περιμένουν. Μετά τον χείμαρρο της αρχής, ο αριθμός εκείνων που κατέφθαναν στο Σαλιντάρ είχε γίνει ποταμάκι. Ίσως να είχε μειωθεί κι η ροή των άλλων που πήγαιναν στον Πύργο. Ήταν μια ελπίδα.
Συνέχισαν να ψάχνουν σιωπηλές για κάμποση ώρα και μετά η Μπεόνιν αναφώνησε, «Η Ελάιντα έστειλε απεσταλμένες στον Ραντ αλ’Θόρ». Η Ηλαίην πετάχτηκε όρθια και μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει τη γλώσσα της ύστερα από ένα νόημα της Σιουάν, η οποία, όμως, χάλασε την εντύπωση που έδινε, μιας και δεν είχε κάνει πρώτα τη φωλιά-της-γάτας να εξαφανιστεί.
Η Σέριαμ άπλωσε το χέρι στο χαρτί, αλλά εκείνο έγινε τρία φύλλα πριν το αγγίξει. «Πού τις στέλνει;» ρώτησε, την ίδια στιγμή που η Μυρέλ ρωτούσε, «Πότε έφυγαν από την Ταρ Βάλον;» Η αταραξία τους άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης.
«Στην Καιρχίν», είπε η Μπεόνιν, «Και δεν είδα πότε έφυγαν, αν το έγραφε. Αλλά σίγουρα θα πάνε στο Κάεμλυν μόλις ανακαλύψουν πού βρίσκεται».
Έστω κι έτσι, ήταν καλό νέο· ίσως χρειαζόταν ένας μήνας και περισσότερο για να ταξιδέψουν από την Καιρχίν στο Κάεμλυν. Σίγουρα η αντιπροσωπεία του Σαλιντάρ θα τον προσέγγιζε πρώτη. Η Ηλαίην είχε έναν κουρελιασμένο χάρτη κάτω από το στρώμα της στο Σαλιντάρ και κάθε μέρα σημείωνε πόση πρόοδο θεωρούσε πως είχε κάνει η αντιπροσωπεία καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν.