Выбрать главу

Η Γκρίζα αδελφή δεν είχε τελειώσει. «Φαίνεται ότι η Ελάιντα σκοπεύει να του προσφέρει την υποστήριξή της. Και συνοδεία για να έρθει στον Πύργο». Η Σέριαμ ύψωσε τα φρύδια.

«Αυτό είναι εξωφρενικό». Τα μελαψά μάγουλα της Μυρέλ σκούρυναν. «Η Ελάιντα ήταν Κόκκινη». Η Αμερλιν ανήκε σε όλα τα Άτζα και σε κανένα, αλλά καμία τους δεν μπορούσε έτσι απλά να ξεχάσει από που ερχόταν.

«Αυτή η γυναίκα είναι ικανή για όλα», είπε η Σέριαμ. «Ο αλ’Θόρ ίσως βρει ελκυστική την προσφορά του Λευκού Πύργου».

«Μήπως θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα στην Εγκουέν με τις Αελίτισσες;» πρότεινε η Μυρέλ με αμφιβολία.

Η Σιουάν έβηξε δυνατά και με έντονη προσποίηση, όμως η Ηλαίην δεν άντεχε άλλο πια. Φυσικά, ήταν ζωτικής σημασίας το να προειδοποιήσουν την Εγκουέν —οι άνθρωποι της Ελάιντα σίγουρα θα την πήγαιναν πίσω στον Πύργο, αν την ανακάλυπταν στην Καιρχίν, κι όχι για μια ευχάριστη υποδοχή— αλλά όσο για τα υπόλοιπα...! «Μα είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι ο Ραντ θα ακούσει αυτά που λέει η Ελάιντα; Νομίζετε ότι δεν ξέρει ότι ήταν του Κόκκινου Άτζα, και τι σημαίνει αυτό; Δεν θα του προσφέρουν υποστήριξη και το ξέρετε. Πρέπει να τον προειδοποιήσουμε!» Υπήρχε μια αντίφαση στα λεγόμενά της και το ήξερε, αλλά η αγωνία κατηύθηνε τα λόγια της. Αν πάθαινε τίποτα ο Ραντ, η Ηλαίην θα πέθαινε.

«Και πώς προτείνεις να το κάνουμε αυτό, Αποδεχθείσα;» ρώτησε ψυχρά η Σέριαμ.

Η Ηλαίην φοβήθηκε μήπως έμοιαζε με ψάρι, έτσι όπως είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν είχε ιδέα τι απάντηση να δώσει. Ξαφνικά, σώθηκε από ένα μακρινό ουρλιαχτό, που το ακολούθησαν φωνές από τον προθάλαμο. Ήταν πιο κοντά στην πόρτα, όμως μέχρι να βγει, οι άλλες την είχαν φτάσει.

Το δωμάτιο ήταν άδειο, με εξαίρεση το γραφείο της Τηρήτριας με τις τακτικές στοίβες των χαρτιών και τους σωρούς των κυλίνδρων, ενώ σε μια πλευρά υπήρχε μια σειρά από καρέκλες για να κάθονται όσες Άες Σεντάι περίμεναν να μιλήσουν με την Ελάιντα. Η Ανάγια, η Μόρβριν κι η Καρλίνυα είχαν εξαφανιστεί, αλλά εκείνη τη στιγμή φαινόταν να κλείνει μια από τις ψηλές εξώπορτες. Τα έξαλλα ουρλιαχτά μιας γυναίκας ακούστηκαν από το άνοιγμα που μίκραινε. Η Σέριαμ, η Μυρέλ κι η Μπεόνιν παραλίγο θα έριχναν κάτω την Ηλαίην στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην εξωτερική αίθουσα. Μπορεί να έδειχναν θολές, όμως ήταν παραπάνω από απτές.

«Να προσέχετε», φώναξε η Ηλαίην, όμως δεν είχε τίποτα να κάνει, παρά μόνο να μαζέψει τα φουστάνια της και τις ακολουθήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μαζί με τη Σιουάν. Βγήκαν σε μια σκηνή βγαλμένη από εφιάλτη. Κυριολεκτικά.

Τριάντα περίπου βήματα προς τα δεξιά τους, ο διάδρομος με τις ταπισερί ξαφνικά πλάταινε και γινόταν ένα βραχώδες σπήλαιο που έμοιαζε να μην έχει τέλος, φωτισμένο αραιά εδώ κι εκεί από την κόκκινη λάμψη που έριχναν σκόρπιες φωτιές και φανάρια. Υπήρχαν Τρόλοκ παντού, μεγάλες ανθρωπόμορφες φιγούρες που τα ανθρώπινα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν από θηριώδεις μουσούδες, ρύγχη και ράμφη, και έφεραν κέρατα, χαυλιόδοντες και λοφία από πούπουλα. Εκείνοι που ήταν στο βάθος έμοιαζαν πιο άμορφοι από τους κοντινότερους, μισοσχηματισμένοι, ενώ οι κοντινότεροι ήταν γίγαντες δυο φορές ψηλότεροι από άνθρωπο, μεγαλύτεροι κι από τους πραγματικούς Τρόλοκ, ντυμένοι με δέρματα και μαύρες πανοπλίες με καρφιά· ούρλιαζαν και χοροπηδούσαν ανάμεσα σε φωτιές για μαγείρεμα, χύτρες, στρεβλωτήρια, παράξενα πλαίσια με καρφιά και μεταλλικά αντικείμενα.

Ήταν πραγματικός εφιάλτης, αν και χειρότερος από κάθε εφιάλτη για τον οποίο είχαν μιλήσει στην Ηλαίην η Εγκουέν ή οι Σοφές. Αυτά τα πλάσματα, όταν απελευθερώνονταν από το μυαλό που τα είχε δημιουργήσει, μερικές φορές έπλεαν στον Κόσμο των Ονείρων, ενώ άλλες ρίζωναν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Οι Αελίτισσες Ονειροβάτισσες τα εξόντωναν αμέσως όταν τα εντόπιζαν κάπου, αλλά είχαν πει στην Ηλαίην —και στην Εγκουέν— ότι, αν τα έβρισκε, το καλύτερο θα ήταν να τα αποφύγει. Δυστυχώς, η Καρλίνυα μάλλον δεν άκουγε όταν οι δυο τους το είχαν μεταφέρει αυτό στις Άες Σεντάι.

Η Λευκή αδελφή ήταν δεμένη και κρεμασμένη από τους αστραγάλους σε μια αλυσίδα που υψωνόταν και χανόταν στο σκοτάδι από πάνω. Η Ηλαίην έβλεπε τη λάμψη του σαϊντάρ να την περιβάλλει, όμως η Καρλίνυα σφάδαζε απελπισμένα και τσίριζε, καθώς την κατέβαζαν αργά με το κεφάλι σε ένα μεγάλο μαύρο καζάνι γεμάτο με λάδι που κόχλαζε.

Τη στιγμή που η Ηλαίην βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο, η Ανάγια κι η Μόρβριν κοντοστάθηκαν στο όριο όπου η αίθουσα ξαφνικά μεταβαλλόταν σε σπήλαιο. Στάθηκαν εκεί για ένα διάστημα όσο ένα χτυποκάρδι, και μετά ξαφνικά οι αχνές μορφές τους φάνηκαν να πλησιάζουν επιμηκυνόμενες προς το σύνορο, σαν καπνός που τον ρουφούσε η καμινάδα. Μόλις το άγγιξαν, βρέθηκαν μέσα, κι η Μόρβριν άρχιζε να ουρλιάζει, καθώς δύο Τρόλοκ γυρνούσαν δύο μεγάλους σιδερένιους τροχούς που την τέντωναν ολοένα και πιο πολύ, ενώ η Ανάγια βρέθηκε να κρέμεται από τους καρπούς, ενώ οι Τρόλοκ χόρευαν ολόγυρά της και τη χτυπούσαν με μαστίγια που είχαν μέταλλο στις άκρες, σχίζοντας το φόρεμά της.