Η φωνή της Σιουάν ακούστηκε μέσα στις στριγκλιές, μ’ ένα βογκητό πόνου. «Σέριαμ, άκουσέ με!» Μόνο το Φως ήξερε τι της έκαναν· η Ηλαίην δεν μπορούσε να δει τις άλλες. Μόνο τις άκουγε. «Είναι όνειρο όλα αυτά! Ααα.... αααααχ! Σκε-σκέψου πώς έπρεπε να είναι κανονικά!»
Η Ηλαίην συνέχισε με τη σειρά της. «Σέριαμ, Ανάγια, όλες, ακούστε με! Πρέπει να σκεφτείτε τον διάδρομο όπως ήταν! Όπως είναι στ’ αλήθεια! Όλα αυτά είναι πραγματικά μόνο όσο τα πιστεύετε!» Σχημάτισε σταθερά στον νου της την εικόνα του διαδρόμου, με τα πολύχρωμα πλακάκια και τις λαμπρές υφαντές ταπισερί. Τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα αντηχούσαν οι κραυγές. «Πρέπει να σκεφτείτε το διάδρομο! Κρατήστε τον στο νου σας, και θα γίνει πραγματικός! Μπορείτε να τα νικήσετε, αν προσπαθήσετε!» Ο Τρόλοκ την κοίταξε· τώρα κρατούσε ένα χοντρό, μυτερό μαχαίρι. «Σέριαμ, Ανάγια, πρέπει να συγκεντρωθείτε! Μυρέλ, Μπεόνιν, συγκεντρωθείτε στον διάδρομο!» Ο Τρόλοκ τη γύρισε στο πλάι. Αυτή προσπάθησε να τιναχτεί και να απομακρυνθεί, όμως ένα ογκώδες γόνατο την ακινητοποίησε, καθώς το πλάσμα άρχισε να κόβει τα ρούχα της σαν κυνηγός που γδέρνει ένα σκοτωμένο ελάφι. Η Ηλαίην κράτησε απελπισμένα στο μυαλό την εικόνα του διαδρόμου. «Καρλίνυα, Μόρβριν, για την αγάπη του Φωτός, συγκεντρωθείτε! Σκεφτείτε τον διάδρομο! Τον διάδρομο! Όλες σας! Σκεφτείτε με προσήλωση τον διάδρομο!» Γρυλίζοντας κάτι σε μια τραχιά γλώσσα που δεν ήταν για ανθρώπινο λαρύγγι, ο Τρόλοκ την γύρισε πάλι μπρούμυτα και γονάτισε πάνω της, με τα χοντρά γόνατά του να λιώνουν τα χέρια της όπως ήταν δεμένα στην πλάτη της. «Τον διάδρομο!» τσίριξε. Ο Τρόλοκ έχωσε τα βαριά δάχτυλά του στα μαλλιά της, τραβώντας το κεφάλι της πίσω. «Τον διάδρομο! Σκεφτείτε τον διάδρομο!» Η λεπίδα του άγγιξε την τεντωμένη επιδερμίδα κάτω από το αριστερό αυτί της. «Τον διάδρομο! Τον διάδρομο!» Η λεπίδα άρχισε να γλιστρά.
Ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει πολύχρωμα πλακάκια δαπέδου κάτω από τη μύτη της. Έφερε τα χέρια στο λαιμό της, θαύμασε που μπορούσαν να κινηθούν ανεμπόδιστα, ένιωσε κάτι υγρό και σήκωσε τα δάχτυλα να δει. Αίμα, αλλά μια μικρή κηλίδα μόνο. Ένα ρίγος την έσεισε. Αν εκείνος ο Τρόλοκ είχε κατορθώσει να της κόψει το λαρύγγι... Δεν θα υπήρχε Θεραπεία γι’ αυτό. Αναρίγησε ξανά και σηκώθηκε αργά όρθια. Βρισκόταν στον διάδρομο του Πύργου έξω από το γραφείο της Αμερλιν, και πουθενά δεν φαινόταν ίχνος από Τρόλοκ και σπήλαια.
Η Σιουάν ήταν εκεί και κοίταζε τις μελανιές της και το σχισμένο φόρεμά της, όπως κι οι άλλες Άες Σεντάι, θολές μορφές, σχεδόν στρεβλωμένες. Η Καρλίνυα, που ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ όλες, στεκόταν με μάτια γουρλωμένα, τρέμοντας, αγγίζοντας τα μελαχρινά μαλλιά της που τώρα κατέληγαν σε απόσταση μιας παλάμης από το κρανίο της. Η Σέριαμ κι η Ανάγια μισόκλαιγαν κι έμοιαζαν με ματωμένα μπογαλάκια. Η Μυρέλ είχε αγκαλιαστεί μόνη της, με το πρόσωπο κατάχλωμο, γυμνή, γεμάτη μακριές κόκκινες γρατζουνιές και πληγές. Η Μόρβριν βογκούσε με κάθε κίνηση που έκανε· κι έκανε αφύσικες κινήσεις, σαν να μη λειτουργούσαν πλέον κανονικά οι αρθρώσεις της. Το φόρεμα της Μπεόνιν ήταν όλο κουρελιασμένο, ενώ εκείνη στεκόταν γονατιστή και λαχανιασμένη, με τα μάτια γουρλωμένα, και στηριζόταν στον τοίχο για να μην πέσει.
Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι και το δικό της φόρεμα και το μισοφόρι κρέμονταν από τους ώμους της, σχισμένα μπροστά από πάνω ως κάτω. Ένας κυνηγός που έγδερνε ένα κουφάρι ελαφιού. Την έπιασε τόσο δυνατό ρίγος που παραλίγο θα έπεφτε. Το να διορθωθούν τα ρούχα ήταν απλώς ζήτημα σκέψης, αλλά δεν ήξερε πόσον καιρό θα χρειαζόταν για να γιατρευτούν οι αναμνήσεις της.
«Πρέπει να πάμε πίσω», είπε η Μόρβριν, γονατίζοντας αδέξια ανάμεσα στη Σέριαμ και στην Ανάγια. Παρά τις μουδιασμένες κινήσεις και τα βογκητά της, φαινόταν ατάραχη όπως πάντα. «Χρειαζόμαστε Θεραπεία κι εδώ δεν γίνεται έτσι όπως είμαστε».