«Ναι». Η Καρλίνυα άγγιξε πάλι τα κοντά μαλλιά της. «Ναι, το καλύτερο ίσως θα ήταν να επιστρέψουμε στο Σαλιντάρ». Η φωνή της ήταν μια ασταθής απομίμηση του συνηθισμένου ψυχρού τόνου της.
«Εγώ θα μείνω λιγάκι, αν δεν έχετε αντίρρηση», είπε η Σιουάν. Ή μάλλον το πρότεινε, με εκείνη την παράταιρα ταπεινή φωνή της. Το φόρεμά της ήταν πάλι ολόκληρο, όμως οι μελανιές παρέμεναν. «Ίσως να μάθω κάτι ακόμα χρήσιμο. Μόνο μερικά καρούμπαλα έχω, κι έχω πάθει χειρότερα πέφτοντας μέσα στη βάρκα».
«Θα έλεγα ότι μοιάζεις σαν να έχουν ρίξει βάρκα πάνω σου», της είπε η Μόρβριν, «αλλά είναι δική σου επιλογή».
«Θα μείνω κι εγώ», είπε η Ηλαίην. «Μπορώ να βοηθήσω τη Σιουάν, και δεν έχω πάθει τίποτα». Κάθε φορά που κατάπινε, ένιωθε το κόψιμο στο λαιμό της.
«Δεν χρειάζομαι βοήθεια», είπε η Σιουάν, ενώ την ίδια στιγμή η Μόρβριν έλεγε με ακόμα πιο σταθερή φωνή, «Διατήρησες καλά την ψυχραιμία σου απόψε, παιδί μου. Μη τα χαλάσεις όλα τώρα. Θα έρθεις μαζί μας».
Η Ηλαίην ένευσε μουτρωμένη. Δεν θα πετύχαινε τίποτα, αν τσακωνόταν. Απλώς, θα έμπλεκε χειρότερα. Θα ’λεγε κανείς ότι εδώ η Καφέ αδελφή ήταν η δασκάλα κι η Ηλαίην η μαθήτρια. Μάλλον νόμιζαν ότι είχε παρασυρθεί στον εφιάλτη όπως ακριβώς κι αυτές. «Μην ξεχνάτε ότι μπορείτε να βγείτε από το όνειρο κατευθείαν στο κορμί σας. Δεν χρειάζεται να πάτε πρώτα στο Σαλιντάρ». Δεν ήξερε αν την είχαν ακούσει. Η Μόρβριν είχε γυρίσει από την άλλη μεριά όταν η Ηλαίην είχε νεύσει.
«Ηρέμησε, Σέριαμ», είπε η στιβαρή γυναίκα με πραότητα. «Σε λίγες στιγμές θα γυρίσουμε στο Σαλιντάρ. Ηρέμησε, Ανάγια». Τουλάχιστον η Σέριαμ είχε σταματήσει να κλαίει, αν και ακόμα βογκούσε από τον πόνο. «Καρλίνυα, μπορείς να βοηθήσεις τη Μυρέλ; Είσαι έτοιμη, Μπεόνιν; Μπεόνιν;» Η Γκρίζα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε για μια στιγμή τη Μόρβριν, προτού νεύσει.
Οι έξι Άες Σεντάι εξαφανίστηκαν.
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Σιουάν, η Ηλαίην έφυγε μια στιγμή αργότερα απ’ αυτές, αλλά δεν πήγε στο Σαλιντάρ. Μάλλον κάποια θα ερχόταν να Θεραπεύσει το κόψιμο στο λαιμό της, αν το είχαν παρατηρήσει, αλλά για λίγο θα ασχολούνταν με τις έξι Άες Σεντάι που θα ξυπνούσαν και θα έμοιαζαν σαν να τις είχε μασήσει ο μηχανισμός κάποιου τερατώδους κουρδιστού ρολογιού. Η Ηλαίην είχε αυτά τα λίγα λεπτά στη διάθεση της κι έναν άλλο προορισμό στον νου της.
Η Μεγάλη Αίθουσα στο παλάτι της μητέρας της στο Κάεμλυν δεν εμφανίστηκε εύκολα ολόγυρά της. Υπήρξε μια αίσθηση αντίστασης πριν η Ηλαίην σταθεί στα ερυθρόλευκα πλακάκια του πατώματος κάτω από τη μεγάλη αψιδωτή οροφή, ανάμεσα στις σειρές που σχημάτιζαν οι ογκώδεις λευκές κολόνες. Άλλη μια φορά, το φως έμοιαζε να έρχεται από παντού και πουθενά. Τα πελώρια παράθυρα εκεί ψηλά, που απεικόνιζαν το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ εναλλάξ με τις αρχαιότερες βασίλισσες του έθνους και σκηνές μεγάλων Αντορινών νικών, γίνονταν ένα με το σκοτάδι της νύχτας.
Αμέσως είδε τη διαφορά που υπήρχε από αυτό που περίμενε, η οποία είχε δυσχεράνει τον ερχομό της. Στην εξέδρα, στην άκρη της αίθουσας, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται ο Θρόνος του Λιονταριού, υπήρχε ένα επιβλητικό τερατούργημα φτιαγμένο από Δράκοντες που λαμπύριζαν χρυσοκόκκινοι από τα επίχρυσα και τα φιλντισένια στολίδια, με ηλιόλιθους για μάτια. Ο θρόνος της μητέρας της δεν είχε απομακρυνθεί από την αίθουσα. Ήταν τοποθετημένος σε ένα είδος βάθρου, πιο πίσω και πιο ψηλά από το τερατούργημα.
Η Ηλαίην περπάτησε αργά στην αίθουσα κι ανέβηκε τα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια για να κοιτάξει τον επίχρυσο θρόνο των Αντοριτισσών βασιλισσών. Το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ, που το αποτελούσαν φεγγαρόπετρες σε φόντο από ρουμπίνια, θα ορθωνόταν πάνω από το κεφάλι της μητέρας της.
«Τι κάνεις, Ραντ αλ’Θόρ;» ψιθύρισε άγρια. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;»
Ο μεγάλος της φόβος ήταν ότι ο Ραντ τα είχε θαλασσώσει χωρίς αυτήν εκεί να τον καθοδηγεί για να ξεπερνά τους σκοπέλους. Μπορεί, βέβαια, να είχε χειριστεί μια χαρά τους Δακρυνούς, και τους Καιρχινούς απ’ ό,τι φαινόταν, όμως οι δικοί της άνθρωποι διέφεραν· ήταν ευθείς, ντόμπροι κι αντιπαθούσαν τη χειραγώγηση και τους εκφοβισμούς. Αυτό που είχε σταθεί αποτελεσματικό στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, εδώ θα στρεφόταν εναντίον του σαν πυροτέχνημα των Φωτοδοτών.
Η Ηλαίην ευχόταν να ήταν μαζί του. Ευχόταν να μπορούσε να τον προειδοποιήσει για την αντιπροσωπεία του Πύργου. Η Ελάιντα σίγουρα είχε κάποιο κρυφό τέχνασμα, για να το εξαπολύσει τη στιγμή που εκείνος δεν θα το περίμενε. Θα ήταν, άραγε, αρκετά γνωστικός για να το καταλάβει; Εκτός αυτού, η Ηλαίην δεν είχε ιδέα για το ποιες ήταν οι διαταγές της αντιπροσωπείας του Σαλιντάρ. Παρά τις προσπάθειες της Σιουάν, οι περισσότερες Άες Σεντάι του Σαλιντάρ ακόμα ταλαντεύονταν στην κρίση τους για τον Ραντ αλ’Θόρ· ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο κατά τις προφητείες λυτρωτής της ανθρωπότητας, από την άλλη όμως ήταν ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει, καταδικασμένος στην τρέλα, στον θάνατο και στον όλεθρο.