Φρόντισε τον, Μιν, σκέφτηκε. Φτάσε τον γρήγορα και φρόντισε τον.
Ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας που η Μιν θα έκανε αυτό που ήθελε να κάνει η ίδια. Ίσως αναγκαζόταν να τον μοιραστεί, αλλά ένα μέρος του θα το είχε ολόδικό της. Ό,τι και να γινόταν, θα τον δέσμευε για να γίνει Πρόμαχός της.
«Θα γίνει». Άπλωσε το χέρι στον Θρόνο του Λιονταριού, για να ορκιστεί όπως ορκίζονταν οι βασίλισσες από την απαρχή του Άντορ. Το βάθρο ήταν ψηλά και δεν το έφτανε, αλλά μετρούσε η πρόθεση. «Θα γίνει».
Δεν είχε άλλο χρόνο. Κάποια Άες Σεντάι θα ερχόταν να τη βρει, πίσω στο Σαλιντάρ, για να την ξυπνήσει και να Θεραπεύσει την ασήμαντη γρατζουνιά στο λαιμό της. Αναστέναξε και βγήκε από το όνειρο.
Ο Ντεμάντρεντ εμφανίστηκε πίσω από τις κολόνες της Μεγάλης Αίθουσας και κοίταξε από τους δύο θρόνους το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η κοπέλα. Αν δεν έκανε μεγάλο λάθος, ήταν η Ηλαίην Τράκαντ και χρησιμοποιούσε ένα κατώτερο τερ’ανγκριάλ, όπως έδειχνε η θολή όψη της, το οποίο ήταν φτιαγμένο για την εκπαίδευση των αρχάριων μαθητριών. Θα έδινε πολλά για να μάθει τι είχε στο μυαλό της η κοπέλα, όμως τα λόγια κι η έκφρασή της ήταν καθαρά. Δεν της άρεσε αυτό που έκανε ο αλ’Θόρ εδώ, καθόλου μα καθόλου, και δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Ο Ντεμάντρεντ υποψιαζόταν ότι επρόκειτο για μια αποφασιστική νεαρή. Εν πάση περιπτώσει, ήταν άλλο ένα νήμα που είχε τραβηχτεί απ’ αυτόν τον κόμπο, όσο αδύναμη κι αν είχε αποδειχθεί η έλξη.
«Ας κυριαρχήσουν οι Άρχοντες του Χάους», είπε στους θρόνους —αν κι ακόμα ευχόταν να ήξερε γιατί έπρεπε να γίνει έτσι — κι άνοιξε μια πύλη για να βγει από τον Τελ’αράν’ριοντ.
8
Η Καταιγίδα Πλησιάζει
Η Νυνάβε ξύπνησε με το πρώτο φως της αυγής το επόμενο πρωί, νιώθοντας κακόκεφη. Είχε την αίσθηση ότι ερχόταν κακοκαιρία, όμως η ματιά που έριξε από το παράθυρο έδειξε ότι ούτε ένα συννεφάκι δεν κηλίδωνε τον ουρανό που ήταν ακόμα σταχτής. Η μέρα υποσχόταν ότι θα ήταν πάλι φωτιά και λάβρα. Το μισοφόρι της ήταν μουσκεμένο από τον ιδρώτα και τσαλακωμένο από τα στριφογυρίσματά της. Κάποτε η Νυνάβε θεωρούσε αξιόπιστη την ικανότητά της να Ακούει τον Άνεμο, αλλά ένιωθε να την παραπλανεί από τότε που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς, ενώ συχνά την εγκατέλειπε τελείως.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς περίμενε να χρησιμοποιήσει το λαβομάνο, είχε να ακούει την Ηλαίην που της έλεγε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί αφού τις είχε αφήσει στο γραφείο της Ελάιντα. Η δική της βραδιά ήταν μια άκαρπη έρευνα στους δρόμους της Ταρ Βάλον, που ήταν άδειοι με μόνη εξαίρεση την ίδια τη Νυνάβε, τα περιστέρια, τα ποντίκια και τα σκουπίδια. Αυτό ήταν μια ψυχρολουσία. Πάντα διατηρούσαν την Ταρ Βάλον άσπιλη· η Ελάιντα πρέπει να είχε παραμελήσει τρομερά την πόλη για να εμφανίζονται τα σκουπίδια στον Τελ’αράν’ριοντ. Κάποια στιγμή είχε δει φευγαλέα τη Ληάνε μέσα από το παράθυρο ενός καπηλειού κοντά στο Νότιο Λιμάνι, αν ήταν δυνατόν, αλλά όταν μπήκε μέσα με φούρια, η κοινή αίθουσα ήταν άδεια κι υπήρχαν μόνο τα φρεσκοβαμμένα γαλάζια τραπέζια κι οι πάγκοι. Κανονικά θα έπρεπε να τα είχε παρατήσει, αλλά η Μυρέλ τώρα τελευταία δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί, κι η Νυνάβε ήθελε να έχει τη συνείδησή της καθαρή όταν θα της έλεγε ότι είχε προσπαθήσει. Η Νυνάβε δεν είχε γνωρίσει άνθρωπο που να μυρίζεται τις υπεκφυγές τόσο γρήγορα όσο η Μυρέλ. Και το αποκορύφωμα ήταν που είχε βγει από τον Τελ’αράν’ριοντ την περασμένη νύχτα μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι το δαχτυλίδι της Ηλαίην βρισκόταν ήδη στο τραπεζάκι κι η Ηλαίην κοιμόταν του καλού καιρού. Αν υπήρχε βραβείο για άκαρπες προσπάθειες, θα το είχε κερδίσει πανεύκολα. Και τώρα μάθαινε ότι η Σέριαμ κι οι άλλες είχαν κοντέψει να σκοτωθούν... Ακόμα και το τερέτισμα του σπουργιτιού από το καλαμένιο κλουβί την έκανε να του ρίξει μια ξινή ματιά.
«Νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα», μουρμούρισε επιτιμητικά η Νυνάβε. «Είπα για τους εφιάλτες. Τις προειδοποίησα, κι η χθεσινή βραδιά δεν ήταν η πρώτη φορά». Δεν άλλαζε τίποτα το ότι κι οι έξι αδελφές είχαν Θεραπευθεί πριν καν η Νυνάβε επιστρέψει από τον Τελ’αράν’ριοντ. Πολύ εύκολα η κατάληξη θα μπορούσε να ήταν χειρότερη — επειδή νόμιζαν ότι τα ήξεραν όλα. Τραβούσε ενοχλημένη την κοτσίδα της, καθυστερώντας έτσι να την ξαναπλέξει για τη μέρα. Το βραχιόλι α’ντάμ σκάλωνε μερικές φορές στα μαλλιά της, αλλά δεν έλεγε να το βγάλει ακόμα. Σήμερα ήταν η σειρά της Ηλαίην να το φορέσει, εκείνη όμως δεν θα ήταν καθόλου απίθανο να το άφηνε σε κάποιο κρεμαστάρι στον τοίχο. Μέσα από το βραχιόλι έρχονταν απόηχοι ανησυχίας κι ο αναπόφευκτος φόβος, αλλά, πάνω απ’ όλα, σύγχυση. Σίγουρα η «Μάριγκαν» ήδη βοηθούσε στο πρόγευμα· οι αγγαρείες που ήταν υποχρεωμένη να κάνει την ενοχλούσαν περισσότερο από το γεγονός ότι ήταν αιχμάλωτη. «Πολύ καλά το σκέφτηκες, Ηλαίην. Δεν είπες πώς κατέληξες κι εσύ εκεί μέσα, αφού προσπάθησες να προειδοποιήσεις τις άλλες».