Выбрать главу

Η Ηλαίην ανατρίχιασε, ενώ ακόμα σκουπιζόταν με την πετσέτα της. «Δεν θα ήταν δύσκολο να το σκεφτεί κανείς. Ένας εφιάλτης τέτοιου μεγέθους, χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί από όλες μαζί. Ίσως τώρα να έμαθαν έστω και λίγα για την ταπεινότητα. Ίσως να μην πάει άσχημα η συνάντηση τους με τις Σοφές απόψε».

Η Νυνάβε ένευσε. Όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. Όχι για τη Σέριαμ και τις άλλες· εκείνες θα έβρισκαν ταπεινότητα όταν οι γίδες πετούσαν με φτερά, μια μέρα πριν από τις Σοφές. Αλλά για την Ηλαίην. Μάλλον είχε πιαστεί κατά λάθος στον εφιάλτη, αν και δεν θα το παραδεχόταν. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι από τα δύο συνέβαινε: άραγε, η Ηλαίην πίστευε ότι το να παραδέχεται κανείς τη γενναιότητά του ήταν κομπασμός ή μήπως δεν ήξερε η ίδια πόσο γενναία ήταν; Εν πάση περιπτώσει, η Νυνάβε ήταν διχασμένη ανάμεσα στον θαυμασμό της για την κοπέλα και στην επιθυμία της να το παραδεχτεί η Ηλαίην. «Μου φάνηκε ότι είδα τον Ραντ». Η πετσέτα χαμήλωσε.

«Ήταν εκεί με σάρκα;» Σύμφωνα με τις Σοφές, κάτι τέτοιο ήταν επικίνδυνο· ρίσκαρες να χάσεις ένα μέρος απ’ αυτό που σε έκανε άνθρωπο. «Τον προειδοποίησες».

«Λες να άρχισε να ακούει τη φωνή της λογικής; Τον είδα για μια στιγμούλα. Μπορεί απλώς να άγγιξε τον Τελ’αράν’ριοντ μέσα στο όνειρό του». Αν κι αυτό ήταν απίθανο. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ραντ προστάτευε τα όνειρά του με ξόρκια φύλαξης τόσο ισχυρά, που, κατά τη γνώμη της Νυνάβε, δεν μπορούσε να φτάσει στον Κόσμο των Ονείρων με άλλον τρόπο παρά μόνο με σάρκα, ακόμα κι αν ήταν Ονειροβάτης κι επίσης φορούσε ένα από τα δαχτυλίδια. «Μπορεί να ήταν κάποιος που του έμοιαζε. Όπως είπα, τον είδα για μια στιγμή, στην πλατεία μπροστά από τον Πύργο».

«Θα ’πρεπε να είμαι εκεί μαζί του», μουρμούρισε η Ηλαίην. Άδειασε το λαβομάνο στο δοχείο νυκτός και μετά παραμέρισε για να πλησιάσει η Νυνάβε τον νιπτήρα και να πλυθεί. «Με χρειάζεται».

«Αυτό που χρειάζεται είναι αυτό που χρειαζόταν ανέκαθεν». Μούτρωσε καθώς ξαναγέμιζε το λαβομάνο από την κανάτα. Μισούσε να πλένεται με το νερό που είχε μείνει εκεί αποβραδίς. Τουλάχιστον δεν ήταν κρύο· κρύο νερό δεν υπήρχε πουθενά πλέον. «Κάποια να του στρίβει το αυτί μια φορά τη βδομάδα, έτσι, για λόγους αρχής και να τον προσέχει να μην ξεστρατίσει».

«Δεν είναι σωστό». Τα λόγια της Ηλαίην ακούστηκαν πνιχτά, καθώς εκείνη τη στιγμή έβαζε ένα καθαρό μισοφόρι. «Ανησυχώ γι’ αυτόν κάθε ώρα και στιγμή». Το πρόσωπό της ξεπρόβαλλε από πάνω, κι έδειχνε μάλλον ανησυχία παρά αγανάκτηση, σε αντίθεση με τον τόνο της· κατέβασε ένα άσπρο φόρεμα με οριζόντιες ρίγες στον ποδόγυρο από ένα κρεμαστάρι. «Ανησυχώ γι’ αυτόν ακόμα και στα όνειρά μου! Λες αυτός να ανησυχεί όλη την ώρα για μένα; Δεν το νομίζω».

Η Νυνάβε ένευσε, αν κι ένα μέρος του εαυτού της θεωρούσε ότι οι περιπτώσεις δεν ήταν αντίστοιχες. Είχαν πει στον Ραντ ότι η Ηλαίην ήταν σώα και αβλαβής μαζί με τις Άες Σεντάι, αν και όχι πού βρισκόταν. Πώς, όμως, ήταν δυνατόν να είναι ποτέ ασφαλής ο Ραντ; Έσκυψε πάνω από το λαβομάνο και το δαχτυλίδι του Λαν πετάχτηκε από το μισοφόρι της, κρεμασμένο από το δερμάτινο κορδόνι. Όχι, η Ηλαίην είχε δίκιο. Ό,τι κι αν έκανε ο Λαν, όπου κι αν ήταν, αποκλείεται να τη σκεφτόταν όσο συχνά τον σκεφτόταν η Νυνάβε. Φως μου, ας είναι ζωντανός, κι ας μη με σκέφτεται καθόλου. Αυτή η πιθανότητα την έκανε να θυμώσει τόσο που θα τραβούσε την πλεξούδα της από τις ρίζες, αν δεν είχε σαπουνάδα και πετσέτα στα χέρια. «Δεν πρέπει να αγωνιάς συνεχώς για έναν άνδρα», είπε ξινά, «έστω κι αν θέλεις να γίνεις Πράσινη. Τι βρήκαν χθες το βράδυ;»

Ήταν μεγάλη ιστορία, αν και δεν είχε πολλή ουσία, κι ύστερα από λίγο η Νυνάβε κάθισε στο κρεβάτι της Ηλαίην για να ακούσει και να κάνει ερωτήσεις. Όχι ότι οι απαντήσεις τη διαφώτισαν ιδιαίτερα. Δεν ήταν το ίδιο όταν δεν έβλεπες τα έγγραφα με τα ίδια σου τα μάτια. Εντάξει, η Ελάιντα είχε μάθει τελικά για την αμνηστία που πρόσφερε ο Ραντ, αλλά τι σκόπευε να κάνει γι’ αυτό; Η απόδειξη ότι ο Πύργος ερχόταν σε επαφή με μονάρχες ίσως να ήταν καλό νέο· ίσως να ξεσήκωνε την Αίθουσα. Κάτι έπρεπε να τις ξεσηκώσει. Το ότι η Ελάιντα έστελνε αντιπροσωπεία στον Ραντ ίσως να αποτελούσε πηγή ανησυχίας, αλλά ο Ραντ αποκλείεται να ήταν τόσο βλάκας ώστε να ακούσει κάποιες που είχε στείλει η Ελάιντα. Ή μήπως ήταν; Και τι δουλειά είχε ο Ραντ να ανεβάσει τον Θρόνο του Λιονταριού σε βάθρο; Τι δουλειά είχε να ασχολείται με θρόνους; Μπορεί να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, να ήταν αυτός ο Καρ-πώς-τον-έλεγαν οι Αελίτες, αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να ξεπεράσει το ότι τον πρόσεχε όταν ήταν μικρό παιδί και του έριχνε ξυλιές στον πισινό όταν το χρειαζόταν.