«Μου φέρατε να κρίνω τέτοιο πράγμα», είπε με ουδέτερη φωνή. Οι δύο γυναίκες που ίδρωναν μπροστά στην καρέκλα της έσυραν τα πόδια ταραγμένες και κοίταξαν τις γυαλισμένες σανίδες του πατώματος.
Οι πληθωρικές καμπύλες της Σαρμάντ Ζεφάρ με τη μπρουντζόχρωμη επιδερμίδα καλύπτονταν χωρίς να κρύβονται από ένα Ντομανικό φόρεμα με ψηλό γιακά αλλά σχεδόν διαφανές· το ανοιχτόχρυσο μετάξι ήταν φθαρμένο στον ποδόγυρο και τις άκρες των μανικιών, κι ήταν ακόμα αλατισμένο με λεκέδες από το ταξίδι που δεν καθάριζαν. Οι περίπολοι στα Όρη της Ομίχλης που έψαχναν για τα υπολείμματα της εισβολής των Τρόλοκ το περασμένο καλοκαίρι, έβρισκαν σπανίως τους θηριόμορφους Τρόλοκ —και ποτέ Μυρντράαλ, δόξα στο Φως— αλλά έβρισκαν σχεδόν καθημερινά πρόσφυγες, δέκα εδώ, είκοσι εκεί, πέντε κάπου αλλού. Οι περισσότεροι έρχονταν από την Πεδιάδα του Άλμοθ, αλλά πολλοί άλλοι ήταν από το Τάραμπον, ή από το Άραντ Ντόμαν όπως η Σαρμάντ Ζεφάρ, κι όλοι διέφευγαν από χώρες που τις είχε καταστρέψει η αναρχία που είχε ακολουθήσει τον εμφύλιο πόλεμο. Η Φάιλε δεν ήθελε να σκέφτεται πόσοι είχαν πεθάνει στα βουνά. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ούτε καν μονοπάτια, κι έτσι το ταξίδι από τα βουνά ήταν επίπονο ακόμα και στις καλύτερες συνθήκες, και τώρα οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά οι καλύτερες.
Η Ρέα Άβιν δεν ήταν πρόσφυγας, παρ’ όλο που φορούσε ένα αντίγραφο του Ταραμπονέζικου φορέματος από λεπτοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα, με μαλακές γκρίζες πτυχές που αγκάλιαζαν και τόνιζαν σχεδόν όσα και το ψιλό φορεματάκι της Σαρμάντ. Εκείνοι που είχαν επιζήσει από το μακρύ ταξίδι στα βουνά δεν είχαν φέρει μαζί τους μονάχα ανησυχητικές φήμες, αλλά και δεξιοτεχνίες που ήταν άγνωστες ως τότε στους Δύο Ποταμούς κι επίσης χέρια για να δουλέψουν στα αγροκτήματα που είχαν μακελέψει οι Τρόλοκ. Η Ρέα ήταν μια στρογγυλοπρόσωπη ομορφούλα που είχε γεννηθεί δύο μίλια από το σημείο που στεκόταν τώρα, και τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που χυνόταν ως τη μέση της. Στους Δύο Ποταμούς οι κοπέλες έπλεκαν τα μαλλιά τους μόνο όταν ο Κύκλος των Γυναικών έλεγε ότι ήταν αρκετά μεγάλες για να παντρευτούν, είτε αυτό γινόταν στα δεκαπέντε είτε στα τριάντα τους, αν κι ελάχιστες περνούσαν τα είκοσι γι’ αυτό. Η Ρέα ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τη Φάιλε και φορούσε τα μαλλιά της πλεξούδα εδώ και τέσσερα χρόνια, όμως αυτή τη στιγμή έδειχνε σαν να τα είχε ακόμα λυτά στους ώμους της και να είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πριν φαινόταν να είναι μια καλή ιδέα, στην πραγματικότητα ήταν το πιο ανόητο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Όσο γι’ αυτό, η Σαρμάντ φαινόταν να ντρέπεται πιο πολύ από τη Ρέα, παρ’ όλο που ήταν ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερη από τη Διποταμίτισσα· ως Ντομανή, πρέπει να ήταν ταπεινωτικό το να βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση. Η Φάιλε ήθελε να τις χαστουκίσει και τις δύο για να δουν αστράκια — μόνο που μια κυρία δεν θα έκανε κάτι τέτοιο.
«Ο άνδρας», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, «δεν είναι ούτε άλογο ούτε χωράφι. Δεν μπορεί καμία σας να τον έχει ιδιοκτησία της, και το ότι ήρθατε να με ρωτήσετε ποια έχει δικαίωμα πάνω του...» Ανάσανε αργά. «Αν πίστευα ότι ο Γουίλ αλ’Σην σας παραπλανά και τις δύο, ίσως να είχα κάτι να πω επ’ αυτού». Μπορεί ο Γουίλ να έτρωγε τις γυναίκες με τα μάτια κι εκείνες αυτόν —είχε πολύ καλοσχηματισμένες κνήμες— αλλά ποτέ δεν έδινε υποσχέσεις. Η Σάρμαντ έδειχνε ότι ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί· στο κάτω-κάτω, οι Ντομανές είχαν τη φήμη ότι τύλιγαν τους άνδρες στο μικρό τους δαχτυλάκι, κι όχι το αντίστροφο. «Τώρα, όμως, θα σας πω την απόφασή μου. Θα πάτε κι οι δύο στη Σοφία και θα της εξηγήσετε το ζήτημα, χωρίς να παραλείψετε το παραμικρό. Θα το αναλάβει εκείνη. Μέχρι να νυχτώσει, θέλω να ξέρω ότι σας είδε».
Οι δύο γυναίκες ξίνισαν τα μούτρα τους. Η Νταίζε Κόνγκαρ, που ήταν η Σοφία εδώ στο Πεδίο του Έμοντ, δεν έδειχνε κατανόηση για τέτοιες σαχλαμάρες. Καμιά φορά, το «δεν έδειχνε κατανόηση» ήταν ένας ήπιος τρόπος για να το περιγράψεις. Αλλά έκλιναν το γόνυ, μουρμουρίζοντας «Μάλιστα, Αρχόντισσα» εν χορώ με πένθιμο ύφος. Αν δεν το είχαν μετανιώσει ήδη, σίγουρα σε λίγο θα μετάνιωναν πικρά που είχαν σπαταλήσει το χρόνο της Νταίζε.
Και τον δικό μου χρόνο, σκέφτηκε αυστηρά. Οι πάντες ήξεραν ότι ο Πέριν σπανίως καθόταν να μιλήσει με τον κόσμο, αλλιώς αυτές οι δυο δεν θα έφερναν αυτό το ανόητο «πρόβλημά» τους. Αν ο Πέριν ήταν εκεί που όφειλε να είναι, θα προτιμούσαν να το σκάσουν παρά να το αναφέρουν μπροστά του. Η Φάιλε ευχήθηκε να είχε τα νευράκια της η Νταίζε από τη ζέστη. Κρίμα που δεν υπήρχε τρόπος να φέρει την Νταίζε να συμμαζέψει τον Πέριν.