Выбрать главу

Ο Τσεν Μπούι πήρε τη θέση των γυναικών πριν αυτές καλά-καλά απομακρυνθούν με απρόθυμα βήματα. Παρ’ όλο που στηριζόταν βαριά σε ένα μπαστούνι που ήταν ροζιασμένο σχεδόν όσο κι ο ίδιος, έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση και μετά χάλασε την εντύπωση περνώντας τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του ανάμεσα από τα ίσια, αραιά μαλλιά του. Ως συνήθως, έμοιαζε να έχει κοιμηθεί φορώντας το τραχύ, καφέ σακάκι του. «Το Φως να σε φωτίζει, Αρχόντισσα Φάιλε, και τον ένδοξο σύζυγό σου, τον Άρχοντα Πέριν». Οι πομπώδεις λέξεις ακούγονταν παράξενες καθώς τις πρόφερε η στριγκή φωνή του. «Επίτρεψέ μου να προσθέσω στις ευχές του Συμβουλίου και τις δικές μου. Η εξυπνάδα και το κάλλος σου λαμπρύνουν τη ζωή μας, όπως κι η δικαιοσύνη των κρίσεων σου».

Η Φάιλε ταμπούρλισε τα δάχτυλά της στο μπράτσο της καρέκλας της και μετά συγκρατήθηκε. Περίκομψα εγκώμια αντί για τα συνηθισμένα ξινά παράπονα. Της θύμιζε ότι ήταν μέλος του Συμβουλίου του Χωριού στο Πεδίο του Έμοντ, κι επομένως ήταν ένας άνδρας με επιρροή που του έπρεπε σεβασμός. Με κείνο το ραβδί, ήθελε να κλέψει τη συμπόνια τους· ο καλαμοτεχνίτης ήταν ζωηρός σαν άλλους που είχαν τα μισά του χρόνια. Κάτι ήθελε. «Τι μου έφερες σήμερα, Αφέντη Μπούι;»

Ο Τσεν ορθώθηκε, ξεχνώντας να στηριχτεί στο μπαστούνι του. Κι επίσης ξεχνώντας να μιλήσει χωρίς χολή στη φωνή του. «Πρόκειται για αυτούς τους ξενομερίτες που μας κατέκλυσαν, φέρνοντας λογής-λογής πράγματα που δεν τα θέλουμε εδώ». Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε ξεχάσει ότι κι ο ίδιος ήταν ξενομερίτης· το ίδιο ήταν κι οι περισσότεροι στους Δύο Ποταμούς. «Παράξενα χούγια, Αρχόντισσά μου. Απρεπή ρούχα. Σίγουρα θα σου πουν οι γυναίκες πώς ντύνονται αυτά τα γύναια οι Ντομανές, αν δεν στα έχουν ήδη πει». Το οποίο είχε συμβεί, από κάποιες, αν και μια φευγαλέα λάμψη στα μάτια του Τσεν έλεγε ότι ο ίδιος θα λυπόταν αν η Φάιλε ενέδιδε στις απαιτήσεις τους. «Ξένοι που μας κλέβουν τη μπουκιά από το στόμα, που μας παίρνουν τις δουλειές μας. Πάρε για παράδειγμα εκείνον τον Ταραμπονέζο που φτιάχνει εκείνες τις χαζομάρες τα κεραμίδια. Δεν τον νοιάζουν οι νοικοκύρηδες των Δύο Ποταμών. Αφού ο άνθρωπος...»

Η Φάιλε έκανε αέρα με τη βεντάλια κι έπαψε να ακούει, ενώ η όψη της έλεγε ότι έδινε αμέριστη προσοχή· ήταν μια τέχνη που της είχε μάθει ο πατέρας της, αναγκαία σε τέτοιες περιπτώσεις. Φυσικά. Οι κεραμιδένιες σκεπές του Αφέντη Χόρνβαλ θα ανταγωνίζονταν τις καλαμένιες του Τσεν.

Δεν συμμερίζονταν όλοι τα συναισθήματα που έτρεφε ο Τσεν για τους νεοφερμένους. Ο Χάραλ Λούχαν, ο σιδεράς του Πεδίου του Έμοντ, είχε συνεταιριστεί με έναν Ντομανό μαχαιροποιό κι έναν γανωτή από την Πεδιάδα του Αλμοθ, κι ο Αφέντης Άυντερ είχε προσλάβει τρεις άνδρες και δύο γυναίκες που ήξεραν από κατασκευή επίπλων και ξυλογλυπτική, κι επίσης από επιχρύσωση, αν και σε κείνα τα μέρη δεν περίσσευε χρυσάφι για τέτοιες δουλειές. Η καρέκλα της Φάιλε κι η άλλη του Πέριν ήταν δική τους δουλειά, και θα ξεχώριζε παντού. Επιπλέον, ο ίδιος ο Τσεν είχε πάρει έξι βοηθούς, που δεν ήταν όλοι Διποταμίτες· είχαν καεί πολλές στέγες τότε που είχαν έρθει οι Τρόλοκ, και παντού κατασκευάζονταν καινούρια σπίτια. Ο Πέριν δεν είχε δικαίωμα να την αναγκάζει να ακούει μόνη της αυτές τις χαζομάρες.

Μπορεί οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών να τον είχαν ανακηρύξει άρχοντά τους —και καλά είχαν κάνει, αφού τους είχε οδηγήσει στη νίκη εναντίον των Τρόλοκ— και μπορεί ο Πέριν να συνειδητοποιούσε πια ότι αυτό δεν άλλαζε —και καλά που το καταλάβαινε, αφού αυτοί υποκλίνονταν και τον αποκαλούσαν Άρχοντα Πέριν κατάμουτρα ενώ τους είχε ζητήσει να μη το κάνουν— αλλά όμως στύλωνε τα πόδια κι αρνιόταν τα τυπικά που συνεπαγόταν το ότι ήταν άρχοντάς τους, τα πράγματα που περίμενε ο λαός από τους άρχοντες και τις αρχόντισσές του. Το χειρότερο ήταν ότι δυσφορούσε με τα καθήκοντά του άρχοντα. Η Φάιλε ήξερε ακριβώς ποια ήταν αυτά τα πράγματα, ως μεγαλύτερο επιζών τέκνο του Ντάβραμ τ’ Γκαλίν Μπασίρ, Άρχοντα του Μπασίρε, του Τυρ και του Σιντόνα, Αμύντορα της Μεθορίου της Μάστιγας, Υπερασπιστή της Χώρας, Στρατάρχη της Βασίλισσας Τενοβίας της Σαλδαίας. Ήταν αλήθεια ότι η Φάιλε το είχε σκάσει για να γίνει Κυνηγός του Κέρατος —κι ύστερα το είχε εγκαταλείψει κι αυτό για τον σύζυγό της, κάτι που ακόμα την ξάφνιαζε— αλλά αυτά τα θυμόταν. Ο Πέριν άκουγε όταν του τα εξηγούσε, κι ένευε το κεφάλι συμφωνώντας στα κατάλληλα σημεία, αλλά για να τα κάνει στην πράξη αυτά, ήταν σαν να προσπαθούσες να βάλεις ένα άλογο να χορέψει το σα’σάρα.

Ο Τσεν τα είπε και τελείωσε τινάζοντας σάλια, και μόλις που θυμήθηκε να μη ξεστομίσει τις λοιδωρίες που πάλευαν να βγουν.

«Ο Πέριν κι εγώ προτιμήσαμε καλαμοσκεπή», είπε γαλήνια η Φάιλε. Ενώ ακόμα ο Τσεν ένευε αυτάρεσκα, εκείνη πρόσθεσε, «Ακόμα δεν την τελείωσες». Ο Τσεν τινάχτηκε. «Αφέντη Μπούι, φαίνεται ανέλαβες πιο πολλές σκεπές απ’ όσες προλαβαίνεις να φτιάξεις. Αν δεν τελειώσει σύντομα η δική μας, φοβάμαι ότι θα πρέπει να ρωτήσω τον Αφέντη Χόρνβαλ για τα κεραμίδια του». Ο Τσεν ανοιγόκλεινε γοργά το στόμα χωρίς να βγάζει ήχο· αν έβαζαν κεραμιδοσκεπή στο μέγαρο, θα τους ακολουθούσαν κι άλλοι. «Χάρηκα για τις απόψεις που εξέθεσες, όμως είμαι βέβαιη ότι θα προτιμούσες να τελειώσεις τη στέγη μου παρά να χρονοτριβείς με άσκοπες συζητήσεις, οσοδήποτε ευχάριστες».