Σφίγγοντας τα χείλη, ο Τσεν την αγριοκοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε όπως-όπως μια υπόκλιση. Μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο όπου ξεχώριζε μόνο το «Αρχόντισσά μου» στο τέλος, βγήκε κροτώντας το γυμνό δάπεδο με το μπαστούνι του. Τι πράγματα έβρισκε ο κόσμος για να την απασχολεί. Ο Πέριν θα αναλάβαινε το μερίδιο που του αναλογούσε, ακόμα κι αν η Φάιλε χρειαζόταν να τον δέσει χειροπόδαρα.
Οι υπόλοιποι δεν ήταν τόσο ενοχλητικοί. Μια γυναίκα, παχουλή κάποτε που τώρα το μπαλωμένο λουλουδάτο φόρεμα της κρεμόταν πάνω της σαν σακί, η οποία είχε έρθει από το Τόμαν Χεντ, πέρα από την Πεδιάδα του Άλμοθ, ήθελε να ασχοληθεί με βότανα και γιατρικά. Ο κρεμανιαλάς ο Τζον Αγιέλιν που έτριβε το φαλακρό κεφάλι του κι ο λιπόσαρκος Ταντ Τόρφιν που έπαιζε με τα πέτα του σακακιού του, οι οποίοι διαφωνούσαν για τα όρια των χωραφιών τους. Δύο μελαψοί Ντομανοί που φορούσαν μακριά δερμάτινα γιλέκα κι είχαν ψαλιδισμένα γενάκια, μεταλλωρύχοι που πίστευαν ότι είχαν δει δείγματα χρυσού κι ασημιού εκεί κοντά καθώς περνούσαν από τα βουνά. Και σιδήρου, αν κι αυτό δεν τους ενδιέφερε τόσο. Και τέλος μια νευρώδης Ταραμπονέζα, μ’ ένα διάφανο πέπλο στο στενό πρόσωπό της και τα μαλλιά πλεγμένα να σχηματίζουν ένα πλήθος λεπτά κοτσιδάκια, η οποία ισχυριζόταν ότι ήταν μαστόρισοα ταπητουργός κι ήξερε πώς να φτιάξει αργαλειό.
Τη γυναίκα που ενδιαφερόταν για τα βότανα, η Φάιλε την έστειλε στον τοπικό Κύκλο των Γυναικών· αν η Εσπάρα Σόμαν ήξερε γι’ αυτά που έλεγε, τότε θα της έβρισκαν θέση να βοηθά κάποια από τις Σοφίες των χωριών. Με τόσο καινούριο κόσμο που κατέφθανε, καθώς πολλοί ήταν σε άσχημη κατάσταση από το ταξίδι τους, όλες οι Σοφίες στους Δύο Ποταμούς είχαν από μια-δυο μαθητευόμενες, κι έψαχναν και για άλλες. Μπορεί να μην ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε η Εσπάρα, αλλά θα έπρεπε να αρχίσει από κει. Μετά από λίγες ερωτήσεις, έγινε φανερό πως ούτε ο Ταντ, ούτε ο Τζον δεν θυμόταν συγκεκριμένα πού ακριβώς ήταν τα σύνορά τους —όπως φαινόταν, καυγάδιζαν γι’ αυτά από πριν ακόμα γεννηθεί η Φάιλε— κι έτσι τους ορμήνεψε να μοιράσουν τη διαφορά. Μάλλον κι οι ίδιοι περίμεναν ότι τέτοια απόφαση θα είχε πάρει το Συμβούλιο του Χωριού και γι’ αυτό είχαν κρατήσει τον καυγά μεταξύ τους τόσο καιρό.
Στους άλλους έδωσε την άδεια που είχαν ζητήσει. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζονταν καμία άδεια, όμως ήταν καλύτερα να τους έδειχνε από την αρχή ποιος είχε την εξουσία εκεί. Η Φάιλε τους πρόσφερε τη συναίνεσή της κι ασήμι για να αγοράσουν προμήθειες, και σε ανταπόδοση τους έβαλε και συμφώνησαν πως θα έδιναν στον Πέριν το ένα δέκατο όσων θα έβρισκαν, όπως επίσης κι ότι θα εντόπιζαν το σίδηρο που είχαν αναφέρει. Αυτό δεν θα άρεσε στον Πέριν, όμως στους Δύο Ποταμούς δεν υπήρχαν φόροι κι άλλα τέτοια, ενώ οι άρχοντες έπρεπε να κάνουν πράγματα τα οποία απαιτούσαν χρήματα. Όσο για το σίδηρο, αυτός θα ήταν εξίσου πολύτιμος με το χρυσάφι. Όσο για τη Λίαλε Μοσράρα, αν η Ταραμπονέζα δεν είχε τις ικανότητες που ισχυριζόταν, τότε η επιχείρησή της δεν θα μακροημέρευε, αν όμως τις είχε... Είχαν ήδη τρεις υφάντρες κι αυτό σήμαινε ότι του χρόνου όταν έρχονταν οι έμποροι θα έβρισκαν κι άλλα πράγματα εκτός από ανεπεξέργαστο μαλλί, κι ότι θα υπήρχαν ωραία χαλιά ως άλλο ένα εμπορικό αγαθό που θα απέφερε ρευστό χρήμα στην περιοχή. Η Λίαλε υποσχέθηκε ότι θα έφερνε στο μέγαρο τα πρώτα και τα καλύτερα που θα έβγαζαν οι αργαλειοί της, κι η Φάιλε δέχθηκε ευγενικά το δώρο με ένα νεύμα· θα μπορούσε να πληρώσει για τα υπόλοιπα χαλιά όταν κι αν έρχονταν ποτέ. Τα πατώματα ήθελαν κάτι να τα κρύψει. Με δυο λόγια, όλοι έμοιαζαν αρκετά ικανοποιημένοι. Ακόμα κι ο Τζον με τον Ταντ.
Καθώς η Ταραμπονέζα έκανε πίσω κλίνοντας το γόνυ, η Φάιλε σηκώθηκε, χαρούμενη που είχε ξεμπερδέψει, και μετά σταμάτησε καθώς από μια από τις πόρτες δεξιά κι αριστερού του τζακιού μπήκαν μέσα τέσσερις γυναίκες, φορώντας τα σκούρα φουστάνια από ανθεκτικό μάλλινο ύφασμα των Δύο Ποταμών. Η Νταίζε Κόνγκαρ, ψηλή σαν άνδρας και πιο φαρδιά, δέσποζε πάνω στις άλλες Σοφίες και προχώρησε μπροστά για να πάρει αρχηγική θέση εδώ στα περίχωρα του χωριού της. Η Εντέλ Γκαέλιν, από το Λόφο της Σκοπιάς, γκριζομάλλα και λεπτοκαμωμένη, έκανε σαφές με το στητό κορμί της και την παγερή έκφραση στο πρόσωπο ότι κατά τη γνώμη της αυτή έπρεπε να ήταν στη θέση της Νταίζε, έστω και μόνο για την ηλικία της και τα χρόνια που είχε σ’ αυτό το αξίωμα. Η Έλγουιν Τάρον, η Σοφία του Ντέβεν Ράιντ, ήταν η κοντύτερη από τις τέσσερις, μια στρογγυλωπή γυναικούλα με ευχάριστο, στοργικό χαμόγελο που δεν χανόταν από το στόμα της ακόμα κι όταν σε ανάγκαζε να κάνεις αυτό που δεν ήθελες να κάνεις. Τελευταία ακολουθούσε η Μίλα αλ’Αζάρ από το Τάρεν Φέρυ, που ήταν η νεότερη, που σχεδόν θα μπορούσε να είναι κόρη της Εντέλ· πάντα έδειχνε διστακτική όταν βρισκόταν κοντά στις άλλες.