Выбрать главу

Η Φάιλε έμεινε όρθια, κουνώντας αργά τη βεντάλια της. Τώρα πραγματικά ευχόταν να ’χει εκεί τον Πέριν. Το ευχόταν μ’ όλη της την καρδιά. Αυτές οι γυναίκες στα χωριά τους είχαν ίση εξουσία με τον δήμαρχο —μερικές φορές, κατά κάποιους τρόπους, μεγαλύτερη— κι έπρεπε να τις αντιμετωπίσει με προσοχή, με τον προσήκοντα σεβασμό κι αξιοπρέπεια. Αυτό δυσκόλευε την κατάσταση. Μπροστά στον Πέριν γίνονταν κοριτσόπουλα όλο χάχανα που πάσχιζαν να τον ευχαριστήσουν, αλλά μαζί της... Οι Δύο Ποταμοί εδώ κι αιώνες δεν είχαν ευγενείς· επτά γενιές τώρα δεν είχαν δει καν απεσταλμένο της Βασίλισσας του Κάεμλυν. Ακόμα όλοι προσπαθούσαν να βρουν πώς έπρεπε να φέρονται μπροστά σε έναν άρχοντα και μια αρχόντισσα, ακόμα κι αυτές οι τέσσερις μπροστά της. Μερικές φορές ξεχνούσαν ότι ήταν η Αρχόντισσα Φάιλε κι έβλεπαν μονάχα μια νεαρή γυναίκα της οποίας το γάμο είχε τελέσει πριν λίγους μόνο μήνες. Τη μια στιγμή ήταν όλο γονυκλισίες και «μάλιστα βεβαίως Αρχόντισσά μου» κι αμέσως μετά της έλεγαν τι ακριβώς να κάνει για κάποιο ζήτημα χωρίς να βλέπουν τίποτα παράδοξο. Δεν θα τα φορτώνεις πια όλα σε μένα, Πέριν.

Τώρα έκλιναν το γόνυ, όπως μπορούσε η καθεμιά, κι είπαν «Το Φως να σε φωτίζει, Αρχόντισσά μου», η μια πάνω στην άλλη.

Τώρα που είχαν τελειώσει οι φιλοφρονήσεις, η Νταίζε ξανάρχισε πριν καν ξαναορθώσει το κορμί της «Άλλα τρία αγόρια το έσκασαν, Αρχόντισσά μου». Ο τόνος της ήταν κάπου ανάμεσα στο σεβασμό της διατύπωσης της και στο άκου-τώρα-να-στα-πω-μικρή-μου που συνήθιζε καμιά φορά. «Ο Νταβ Αγιέλιν, ο Γιούιν Φίνγκαρ κι ο Έλαμ Ντάουτρη. Το έσκασαν για να δουν τον κόσμο, εξαιτίας των ιστοριών που λέει ο Άρχοντας Πέριν για το τι υπάρχει εκεί έξω».

Η Φάιλε βλεφάρισε έκπληκτη. Αυτοί οι τρεις δεν ήταν δα τίποτα παιδάκια. Ο Νταβ κι ο Έλαμ ήταν συνομήλικοι του Πέριν, κι ο Γιούιν είχε τα χρόνια της Φάιλε. Όσο για τις ιστορίες του Πέριν, τις οποίες αφηγείτο σπανίως κι απρόθυμα, δεν ήταν πια ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι νεαροί των Δύο Ποταμών μάθαιναν για τον έξω κόσμο. «Θα μπορούσα να ζητήσω από τον Πέριν να σας μιλήσει, αν θέλετε».

Οι γυναίκες αναστατώθηκαν· η Νταίζε τον έψαξε με βλέμμα προσδοκίας, η Εντέλ κι η Μίλα έστρωσαν αυτομάτως τα φουστάνια τους, κι η Έλγουιν, ασυναίσθητα κι αυτή, τράβηξε τη πλεξούδα πάνω από τον ώμο της και την ίσιωσε με προσοχή. Ξαφνικά κατάλαβαν τι έκαναν και μαρμάρωσαν, χωρίς να κοιτάζονται. Και χωρίς να κοιτάζουν ούτε την ίδια. Το μόνο πλεονέκτημα που είχε η Φάιλε μπροστά τους ήταν ότι ήξεραν τι επίδραση είχε πάνω τους ο σύζυγός της. Είχε δει πολλές φορές αυτές τις γυναίκες να ορθώνουν το κορμί μετά από μια συνάντηση με τον Πέριν και να ορκίζονται ολοφάνερα ότι δεν θα τον άφηναν ξανά να τις επηρεάσει· κι είχε πολλές φορές την αποφασιστικότητά τους να γίνεται καπνός μόλις τον έβλεπαν. Δεν ήξεραν αν προτιμούσαν να μιλήσουν με τον Πέριν ή μ’ αυτήν.

«Δεν είναι ανάγκη», είπε η Εντέλ μετά από μια παύση. «Τα αγόρια που το σκάνε είναι ένας μπελάς αλλά τίποτα παραπάνω». Ο τόνος της είχε ξεφύγει λιγάκι από το «Αρχόντισσά μου»

της Νταίζε, κι η παχουλούλα η Έλγουιν πρόσθεσε ένα χαμόγελο κατάλληλο για μητέρα που το απηύθυνε στην κόρη της.

«Μιας κι ήρθαμε ως εδώ, καλή μου, ας πούμε και κάτι ακόμα. Το νερό. Ξέρεις, υπάρχει κόσμος που ανησυχεί».

«Μήνες έχει να βρέξει», πρόσθεσε η Εντέλ, κι η Νταίζε ένευσε.

Η Φάιλε ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ήταν έξυπνες γυναίκες κι αποκλείεται να πίστευαν ότι ο Πέριν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. «Οι πηγές ρέουν ακόμα κι ο Πέριν διέταξε να σκάψουν κι άλλα πηγάδια». Για την ακρίβεια το είχε προτείνει απλώς, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, ευτυχώς. «Και πριν έρθει ο καιρός της σποράς, τα κανάλια άρδευσης από το Νεροδάσος θα έχουν τελειώσει». Αυτό ήταν δική της δουλειά· τα μισά χωράφια της Σαλδαίας αρδεύονταν, όμως εδώ κανείς δεν είχε ακούσει γι’ αυτή τη μέθοδο. «Πάντως κάποια στιγμή οι βροχές θα έρθουν. Τα κανάλια είναι απλώς για παν ενδεχόμενο». Η Νταίζε ένευσε ξανά, αργά, όπως επίσης η Έλγουιν κι η Εντέλ. Όμως αυτά ήταν γνωστά σε όλες τους.