«Δεν είναι η βροχή», μουρμούρισε η Μίλα. «Δηλαδή, δεν είναι μόνο η βροχή. Δεν είναι φυσικά όλα αυτά. Να, καμία από μας δεν μπορεί να Ακούσει τον Ανεμο». Καμπούριασε τους ώμους βλέποντας τις άλλες να κατσουφιάζουν ξαφνικά. Προφανώς της είχε ξεφύγει, κι επίσης είχε αποκαλύψει κάποια μυστικά. Υποτίθεται ότι οι Σοφίες μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό Ακούγοντας τον Άνεμο· τουλάχιστον έλεγαν ότι έτσι έκαναν όλες. Πάντως η Μίλα συνέχισε πεισματικά. «Ε, να που δεν μπορούμε! Αντί γι’ αυτό, χαζεύουμε τα σύννεφα, βλέπουμε τι κάνουν τα πουλιά, τα μυρμήγκια κι οι κάμπιες και...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, στύλωσε το κορμί, αλλά και πάλι απέφυγε τα βλέμματα που της έριχναν οι άλλες Σοφίες. Η Φάιλε αναρωτήθηκε πώς τα έβγαζε πέρα με τον Κύκλο των Γυναικών στο Τάρεν Φέρυ, ή έστω με το Συμβούλιο του Χωριού. Φυσικά, κι εκείνοι ήταν νεοφερμένοι σ’ αυτό όπως κι η Μίλα· το χωριό αυτό είχε χάσει ολόκληρο τον πληθυσμό του όταν είχαν έρθει οι Τρόλοκ, κι όλοι εκεί ήταν καινούριοι. «Δεν είναι φυσικό, Αρχόντισσά μου. Τα πρώτα χιόνια έπρεπε να έχουν πέσει πριν βδομάδες, όμως μοιάζει λες κι είναι μεσοκαλόκαιρο. Δεν ανησυχούμε, Αρχόντισσά μου, φοβόμαστε! Αφού δεν το παραδέχεται καμία άλλη, να το παραδεχτώ εγώ. Τα βράδια μένω ξυπνητή. Ένα μήνα έχω να κοιμηθώ κανονικά, και...» Η φωνή της ξεψύχησε και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα όταν κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει. Ως Σοφία, κανονικά έπρεπε να διατηρεί την αυτοκυριαρχία της· δεν μπορούσε να διαλαλεί ότι φοβόταν.
Οι άλλες έστρεψαν το βλέμμα από τη Μίλα στη Φάιλε. Δεν είπαν τίποτα κι ήταν τόσο ανέκφραστες που θα τις περνούσες για Άες Σεντάι.
Τώρα η Φάιλε καταλάβαινε. Η Μίλα είχε ξεστομίσει την καθαρή αλήθεια. Ο καιρός δεν ήταν φυσικός· ήταν άκρως αφύσικος. Κι η ίδια η Φάιλε συχνά ξαγρυπνούσε και προσευχόταν να βρέξει, ή ακόμα καλύτερα να χιονίσει, και προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι ενέδρευε πίσω από τον καύσωνα και την ανομβρία. Αλλά όμως η Σοφία έπρεπε υποτίθεται να καθησυχάζει τον κόσμο. Σε ποιον θα πήγαινε όταν ήθελε να την καθησυχάσουν αυτήν;
Μπορεί αυτές οι γυναίκες να μην ήξεραν τι έκαναν, αλλά είχαν έρθει στο κατάλληλο μέρος. Ένα μέρος του συμφώνου μεταξύ αριστοκρατών και λαϊκών, που το είχε εσωτερικεύσει η Φάιλε από τη στιγμή που είχε γεννηθεί, ήταν ότι οι αριστοκράτες πρόσφεραν ασφάλεια και σιγουριά. Κι ένας τρόπος για να προσφέρεις ασφάλεια ήταν να θυμίσεις στον ανθρώπους ότι οι δύσκολοι καιροί δεν θα κρατούσαν παντοτινά. Αν η σημερινή μέρα ήταν κακή, το αύριο θα ήταν καλύτερο, κι αν όχι το αύριο τότε το μεθαύριο. Ευχήθηκε να το πίστευε κι η ίδια, όμως της είχαν διδάξει να προσφέρει κουράγιο σ’ όσους εξαρτώνταν απ’ αυτήν, ακόμα κι όταν δεν της είχε μείνει κουράγιο για την ίδια, να μαλακώνει τους φόβους τους, όχι να τους χειροτερεύει με τους δικούς της.
«Ο Πέριν μου είπε για το λαό του πριν πατήσω το πόδι μου εδώ», είπε. Δεν ήταν άνθρωπος που κόμπαζε, όμως του ξέφευγαν κάποιες κουβέντες. «Όταν το χαλάζι ποδοπατά τα σπαρτά σας, όταν ο χειμώνας σκοτώνει τα μισά πρόβατα, εσείς ανασκουμπώνεστε και συνεχίζετε. Όταν οι Τρόλοκ ρήμαξαν τους Δύο Ποταμούς, αρχίσατε ευθύς αμέσως την ανοικοδόμηση». Δεν θα το πίστευε για τους νότιους αν δεν το είχε δει με τα μάτια της, Αυτοί οι άνθρωποι θα τα πήγαιναν μια χαρά στη Σαλδαία, όπου οι επιδρομές των Τρόλοκ ήταν κάτι αναμενόμενο, τουλάχιστον στα βόρεια. «Δεν μπορώ να σας πω ότι αύριο ο καιρός θα διορθωθεί. Μπορώ να σας πω ότι ο Πέριν κι εγώ θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει, ό,τι πρέπει να γίνει. Και δεν χρειάζεται να σας πω ότι θα δεχθείτε αυτό που θα σας φέρνει η κάθε μέρα, ό,τι κι αν είναι αυτό, και θα είστε έτοιμοι να αντιμετωπίσετε την επόμενη. Τέτοιους ανθρώπους γεννούν οι Δύο Ποταμοί. Τέτοια είναι η φύση σας».
Ήταν στ’ αλήθεια έξυπνες. Αν δεν είχαν παραδεχτεί ούτε στον εαυτό τους το λόγο που είχαν έρθει, τώρα σίγουρα τον καταλάβαιναν. Αν ήταν λιγότερο έξυπνες, ίσως να εξοργίζονταν. Όμως ακόμα και τα λόγια που έλεγαν μεταξύ τους πριν, τώρα είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα καθώς έρχονταν από άλλο στόμα. Φυσικά, υπήρχε μια ντροπή σ’ αυτό. Στάθηκαν μπερδεμένες, τα μάγουλά τους έγιναν κατακόκκινα, και φάνηκε ότι εύχονταν σιωπηλά να χάνονταν από προσώπου γης.
«Ναι, φυσικά», είπε η Νταίζε. Έφερε τα στιβαρά της χέρια στους πλατιούς γοφούς της και κοίταξε τις άλλες Σοφίες, προκαλώντας τις να της αντιμιλήσουν. «Αυτό δεν έλεγα κι εγώ; Η κοπέλα τα λέει σωστά. Αυτό είπα όταν είχε πρωτόρθει εδώ πέρα. Αυτή η κοπέλα έχει μυαλό, είπα».
Η Εντέλ ξεφύσηξε. «Είπε κανένας το αντίθετο, Νταίζε; Δεν άκουσα τέτοιο πράγμα. Μια χαρά τα πάει». Πρόσθεσε μιλώντας στη Φάιλε, «Μια χαρά τα πας, στ’ αλήθεια».
Η Μίλα έκλινε το γόνυ. «Σ’ ευχαριστώ, Αρχόντισσα Φάιλε. Κι εγώ τα ίδια είπα σε πενήντα ανθρώπους, αλλά όταν τα λες εσύ, είναι κάπως—» Ένα δυνατό βήξιμο της Νταίζε τη διέκοψε· το είχε παρατραβήξει. Η Μίλα έγινε ακόμα πιο κόκκινη.