«Πολύ καλή δουλειά, Αρχόντισσά μου». Η Έλγουιν έγειρε μπροστά κι άγγιξε με το δάχτυλο το στενό, σχιστό φόρεμα ιππασίας που προτιμούσε να φορά η Φάιλε. «Όμως υπάρχει μια Ταραμπονέζα μοδίστρα στο Ντέβεν Ράιντ που μπορεί να σου κάνει κάτι ακόμα καλύτερο. Αν δεν σε πειράζει που στο λέω. Μίλησα μαζί της και τώρα κάνει σεμνά φορέματα, εκτός από εκείνα που είναι για τις παντρεμένες». Το στοργικό χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της, ανεκτικό κι αποφασιστικό συνάμα. «Και για εκείνες που ερωτοτροπούν. Να δεις τι ωραία που τα κάνει. Θα της άρεσε πολύ να δουλέψει με το χρώμα σου και τη φιγούρα σου».
Η Νταίζε χαμογέλασε συγκαταβατικά πριν τελειώσει η άλλη τα λόγια της. «Η Θερίλ Μάρζα, εδώ στο Πεδίο του Έμοντ, ήδη ράβει έξι φορέματα για την Αρχόντισσα Φάιλε. Και μια πανέμορφη τουαλέτα». Η Έλγουιν όρθωσε το κορμί, η Εντέλ σούφρωσε τα χείλη, ακόμα κι η Μίλα φάνηκε σκεπτική.
Για τη Φάιλε, η ακρόαση είχε λήξει. Η Ντομανή μοδίστρα ήθελε αποφασιστικότητα και συνεχή επαγρύπνηση για να μη ντύσει τη Φάιλε σαν να πήγαινε στην αυλή του Έμπου Νταρ. Η τουαλέτα ήταν ιδέα της Νταίζε για να της κάνει έκπληξη· παρ’ όλο που ήταν φτιαγμένη με τη μόδα της Σαλδαίας κι όχι του Άραντ Ντόμαν, η Φάιλε δεν ήξερε πού θα τη φορούσε. Στους Δύο Ποταμούς θα αργούσαν να οργανωθούν επίσημοι χοροί και δεξιώσεις. Αν τις άφηνε να κάνουν του κεφαλιού τους, οι Σοφίες θα έμπαιναν σε ανταγωνισμό ποιο χωριό θα την έντυνε.
Τους πρόσφερε τσάι, σχολιάζοντας ανέμελα ότι θα μπορούσα να συζητήσουν πώς να εμψυχώσουν τον κόσμο για τον καιρό. Αυτό έπεφτε βαρύ, μετά από εκείνα τα τελευταία λεπτά, κι οι τέσσερις γυναίκες έσπευσαν να πουν για άλλα καθήκοντα που δεν τους επέτρεπαν να μείνουν.
Συλλογισμένη, τις παρακολούθησε να φεύγουν, με τη Μίλα στην οπισθοφυλακή ως συνήθως, σαν παιδί πίσω από τις μεγαλύτερες αδελφές του. Ίσως θα μπορούσε να πει κατ’ ιδίαν μερικά λογάκια με τον Κύκλο των Γυναικών του Τάρεν Φέρυ. Κάθε χωριό χρειαζόταν έναν δυνατό δήμαρχο και μια δυνατή Σοφία που να διαφυλάττουν τα συμφέροντά του. Διακριτικά, μετρημένα λογάκια. Όταν ο Πέριν είχε ανακαλύψει ότι η Φάιλε μιλούσε με τους άνδρες του Τάρεν Φέρυ πριν τις εκλογές για τον δήμαρχο —αν κάποιος είχε μυαλό κι υποστήριζε την ίδια και τον Πέριν, γιατί να μη μάθουν οι άνδρες που ψήφιζαν ότι αυτή κι ο Πέριν ανταπέδιδαν την υποστήριξη του;— τότε... Ήταν γλυκός άνθρωπος, και δεν θύμωνε εύκολα, όμως η Φάιλε για λόγους προφύλαξης είχε κλειδωθεί στην κρεβατοκάμαρά τους μέχρι που ο Πέριν είχε ηρεμήσει. Κι είχε ηρεμήσει μόνο όταν η Φάιλε του είχε υποσχεθεί να μην «αναμιχθεί»ξανά σε δημαρχιακές εκλογές, ούτε απροκάλυπτα, ούτε πίσω από την πλάτη του. Αυτό το τελευταίο ήταν πολύ άδικο εκ μέρους του. Και της έδενε τα χέρια. Αλλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό να αναφέρει και τις ψήφους του Κύκλου των Γυναικών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η άγνοιά θα του έκανε καλό. Και στο Τάρεν Φέρυ επίσης.
Όπως τον σκεφτόταν, θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της. Η βεντάλια με τα φτερά άρχισε να κινείται πιο γρήγορα. Η σημερινή μέρα δεν ήταν η χειρότερη αν έκρινες με βάση τις ανοησίες που είχαν ακουστεί, και δεν ήταν καν η χειρότερη με τις Σοφίες —καμία δεν την είχε ρωτήσει πότε θα περίμενε διάδοχο ο Άρχοντας Πέριν, δόξα στο Φως!— αλλά ίσως η ασίγαστη ζέστη να είχε ωθήσει τον εκνευρισμό της στα άκρα. Ο Πέριν θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του, ειδάλλως...
Ένα μακρύ μπουμπουνητό ακούστηκε πάνω από το μέγαρο, και μια αστραπή φώτισε τα παράθυρα. Μέσα της ξεπήδησε μια ελπίδα. Αν είχε έρθει βροχή...
Έτρεξε αθόρυβα με τα μαλακά παπούτσια της, ψάχνοντας τον Πέριν. Ήθελε να μοιραστεί μαζί του τη βροχή. Και δεν θα ξεχνούσε να του πει λίγα αυστηρά λογάκι. Κι όχι μόνο λίγα, αν χρειαζόταν.
Ο Πέριν ήταν εκεί που περίμενε να τον βρει, ψηλά στον δεύτερο όροφο, στη στεγασμένη βεράντα της πρόσοψης· ήταν ένας σγουρομάλλης με απλό καφέ σακάκι, με γερούς ώμους και μπράτσα. Της είχε γυρισμένη τη φαρδιά πλάτη του κι έγερνε σε μια κολόνα της βεράντας. Ατένιζε το έδαφος σε μια πλευρά του μεγάρου, όχι ψηλά τον ουρανό. Η Φάιλε κοντοστάθηκε στην πόρτα.
Η βροντή ακούστηκε ξανά και μια αστραπή απλώθηκε γαλάζια στον ουρανό. Μια αστραπή από τη ζέστη, σε έναν ανέφελο ουρανό. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι βροχής. Καθόλου βροχή για να ανακουφίσει τη ζέστη. Καθόλου χιόνι να ακολουθεί. Ο ιδρώτας γέμιζε κόμπους το πρόσωπό της, όμως η Φάιλε ρίγησε.
«Τελείωσαν οι ακροάσεις;» είπε ο Πέριν κι εκείνη τινάχτηκε. Ο Πέριν δεν είχε υψώσει το κεφάλι του. Η Φάιλε καμιά φορά ξεχνούσε πόσο ευαίσθητη ήταν η ακοή του. Ή μπορεί να την είχε μυρίσει· μόνο να ήταν το άρωμα κι όχι ο ιδρώτας, σκέφτηκε μέσα της.