Выбрать главу

«Νόμιζα ότι ίσως ήσουν με τον Γκουίλ ή τον Χαλ». Ήταν ένα από τα χειρότερα ελαττώματά του· η Φάιλε προσπαθούσε να εκπαιδεύσει υπηρέτες, αλλά γι’ αυτόν ήταν παρέα που γελούσαν κι έπιναν μπύρα. Τουλάχιστον δεν ξενοκοιτούσε, αντίθετα από άλλους άνδρες. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η Κέιλ Κόπλιν είχε πιάσει δουλειά στο μέγαρο θέλοντας να κάνει κάτι παραπάνω για τον Άρχοντα Πέριν από το να του στρώνει το κρεβάτι. Ο Πέριν δεν είχε καν προσέξει όταν η Φάιλε είχε διώξει την Κέιλ κυνηγώντας τη μ’ ένα ξύλο που ήταν για προσάναμμα.

Ήρθε πλάι του κι είδε τι παρατηρούσε. Δύο άνδρες, γυμνοί από τη μέση και πάνω, που γυμνάζονταν εκεί κάτω με ξύλινα σπαθιά εξάσκησης. Ο Ταμ αλ’Θόρ ήταν ένας γεροδεμένος γκριζομάλλης, ο Άραμ λεπτός και νεαρός. Ο Άραμ μάθαινε γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Ο Ταμ ήταν κάποτε στρατιώτης κι αρχιξιφομάχος, όμως ο Άραμ επιτιθόταν χωρίς να τον αφήνει ν’ ανασάνει.

Αυτόματα τα μάτια της πήγαν στις σκηνές που ήταν συγκεντρωμένες σε ένα χωράφι με μαντρότοιχο ολόγυρα, μισό μίλι προς το Δυτικό Δάσος. Οι υπόλοιποι Μάστορες είχαν στήσει το στρατόπεδό τους ανάμεσα σε μισοτελειωμένες άμαξες που έμοιαζαν με σπιτάκια σε ρόδες. Φυσικά, δεν αναγνώριζαν πια τον Άραμ ως έναν απ’ αυτούς, από τότε που είχε πιάσει στα χέρια του σπαθί. Οι Τουάθα’αν ποτέ δεν ασκούσαν βία, για κανέναν λόγο. Η Φάιλε αναρωτήθηκε αν θα έφευγαν όπως το σχεδίαζαν, όταν αντικαθιστούσαν τις άμαξες που είχαν κάψει οι Τρόλοκ. Ακόμα κι όταν είχαν μαζέψει όσους είχαν κρυφτεί στα δάση, ήταν μετά βίας λίγα περισσότερα από εκατό άτομα. Μάλλον θα έφευγαν, αφήνοντας τον Άραμ πίσω αφού αυτό είχε αποφασίσει. Η Φάιλε δεν είχε ακούσει ποτέ για Τουάθα’αν που να κατασταλάζει σ’ έναν τόπο.

Αλλά βέβαια οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς έλεγαν ότι τίποτα δεν άλλαζε ποτέ, και να που είχαν αλλάξει τόσα μετά τους Τρόλοκ. Το Πεδίο του Έμοντ, εκατό βήματα νότια του μεγάρου, ήταν μεγαλύτερο απ’ όταν το είχε πρωτοδεί, τα καμένα σπίτια είχαν ανοικοδομηθεί κι είχαν προστεθεί καινούρια. Κάποια ήταν από τούβλα, κάτι ακόμα καινούριο. Και μερικά είχαν στέγες με κεραμίδια. Με το ρυθμό που έφτιαχναν καινούριες κατοικίες, σύντομα το χωριό θα κατάπινε το μέγαρο. Έλεγαν να φτιάξουν τείχος, σε περίπτωση που ξανάρχονταν οι Τρόλοκ. Αλλαγή. Μερικά παιδιά είχαν πάρει στο κατόπι τον πανύψηλο Λόιαλ που προχωρούσε στους δρόμους του χωριού. Πριν λίγους μόνο μήνες, η όψη του Ογκιρανού, με τα φουντωτά αυτιά του και την πλατιά μύτη που σχεδόν έφτανε στο πλάτος το πρόσωπό του, που ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερο από ανθρώπινο, είχε κάνει τα χωριατόπουλα να μείνουν χάσκοντας από δέος και τις μητέρες τους να τρέξουν έντρομες να τα προστατεύσουν. Τώρα οι μητέρες έστελναν τα παιδιά στον Λόιαλ να τους διαβάσει ιστορίες. Οι ξενομερίτες με τα παράξενα σακάκια και φορέματα που ήταν αραιοσκορπισμένοι ανάμεσα στους Εμοντίτες, ξεχώριζαν όσο κι ο Λόιαλ, αλλά κανένας δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, ούτε και στους τρεις Αελίτες του χωριού, τους παράξενους, ψηλόκορμους ανθρώπους με τα καφέ και γκρίζα ρούχα τους. Μέχρι πριν δυο βδομάδες υπήρχαν επίσης και δυο Άες Σεντάι εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές τις αντάμωναν απλώς με υποκλίσεις και γονυκλισίες σεβασμού. Αλλαγή. Πάνω από τις στέγες φαίνονταν οι δύο ιστοί στο Δημόσιο Λιβάδι, κοντά στην Οινοπηγή, ο ένας με το λάβαρο που έδειχνε την κόκκινη λυκοκεφαλή με κόκκινη μπορντούρα που είχε γίνει ο θυρεός του Πέριν, ο άλλος με τον πορφυρό αετό εν πτήσει που συμβόλιζε τη Μανέθερεν. Η Μανέθερεν είχε εξαφανιστεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, πριν δυο χιλιάδες χρόνια, αλλά αυτή η γη ήταν κομμάτι της κι οι Δύο Ποταμοί είχαν υψώσει αυτή τη σημαία σχεδόν δια βοής. Αλλαγή, χωρίς να έχουν ιδέα πόσο έντονη θα ήταν, πόσο αναπότρεπτη ήταν. Όμως ο Πέριν θα τους οδηγούσε για να αντιμετωπίσουν ό,τι τους περίμενε. Με τη βοήθεια της Φάιλε.

«Κάποτε κυνηγούσα λαγούς με τον Γκουίλ», είπε ο Πέριν. «Είναι λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου, και κάποιες φορές με έπαιρνε να πάμε για κυνήγι».

Εκείνη δεν θυμήθηκε αμέσως τι της έλεγε. «Ο Γκουίλ προσπαθεί να μάθει τη δουλειά του υπηρέτη. Δεν τον βοηθάς όταν τον καλείς να καπνίσει την πίπα του μαζί σου στους στάβλους και να μιλήσετε για άλογα». Πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα. Δεν θα ήταν εύκολο αυτό που ήθελε να κάνει. «Έχεις καθήκον απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, Πέριν. Όσο σκληρό κι αν είναι, όσο και να μη το θέλεις, πρέπει να κάνεις το καθήκον σου».

«Το ξέρω», είπε εκείνος μαλακά. «Τον νιώθω να με τραβά».

Η φωνή του ήταν τόσο παράξενη που η Φάιλε έσφιξε το κοντό γενάκι του και τον έκανε να σκύψει το κεφάλι και να την κοιτάξει. Τα χρυσά μάτια του, που ακόμα της φαίνονταν παράξενα και μυστηριώδη, έδειχναν θλίψη. «Τι εννοείς; Μπορεί να συμπαθείς τον Γκουίλ, όμως αυτός—»