«Είναι ο Ραντ, Φάιλε. Με χρειάζεται».
Ο κόμπος μέσα της, που προσπαθούσε αρνηθεί την ύπαρξή του, έγινε ακόμα πιο σφιχτός. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι αυτός ο κίνδυνος είχε χαθεί όταν είχαν φύγει οι Άες Σεντάι. Τι ανόητη που ήταν. Είχε παντρευτεί έναν τα’βίρεν, έναν άνδρα που η μοίρα του ήταν να παρασέρνει ζωές ολόγυρά του στο σχήμα που απαιτούσε το Σχήμα, κι είχε μεγαλώσει παρέα με δύο ακόμα τα’βίρεν, που Ο ένας ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας αυτοπροσώπως. Ήταν ένα κομμάτι του που δεν ανήκε μόνο στη Φάιλε. Αυτής δεν της άρεσε να μοιράζεται τίποτα δικό της, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. «Τι θα κάνεις;»
«Θα πάω να τον βρω». Το βλέμμα του τραβήχτηκε αλλού και τα μάτια της το ακολούθησαν. Στον τοίχο ήταν ακουμπισμένο ένα βαρύ σφυρί σιδερά κι ένας πέλεκυς με μια άγρια λεπίδα σαν μισοφέγγαρο και λαβή μήκους μισού βήματος. «Δεν μπορούσα...» Η φωνή του ήταν σχεδόν ψίθυρος. «Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να στο πω. Θα φύγω απόψε κι ο δρόμος θα είναι μακρύς. Ο Αφέντης αλ’Θόρ κι ο Αφέντης Κώθον θα σε βοηθήσουν με τους δημάρχους, αν χρειαστείς βοήθεια. Τους μίλησα». Προσπάθησε να μιλήσει με πιο κεφάτο τόνο, αλλά η προσπάθεια ήταν αξιοθρήνητη. «Δεν νομίζω να έχεις πρόβλημα με τις Σοφίες. Είναι παράξενο· όταν ήμουν μικρό παιδί, οι Σοφίες μου φαίνονταν τόσο φοβερές, αλλά είναι εύκολο να τα πας καλά μαζί τους, αρκεί να είσαι αποφασιστικός».
Η Φάιλε έσφιξε τα χείλη. Είχε μιλήσει λοιπόν με τον Ταμ αλ’Θόρ και τον Άμπελ Κώθον, ε, αλλά όχι μαζί της; Κι όσο για τις Σοφίες! Θα ήθελε να μπορούσε να τον βάλει στη θέση της μια μέρα για να δει πόσο συνεννοήσιμες ήταν. «Δεν μπορούμε να φύγουμε τόσο γρήγορα. Θέλει χρόνο για να οργανώσουμε κατάλληλη συνοδεία».
Ο Πέριν στένεψε τα μάτια. «Να φύγουμε; Εσύ δεν θα έρθεις! Θα είναι—!» Έβηξε, συνέχισε με πιο γλυκό ύφος. «Θα είναι προτιμότερο να μείνει ο ένας μας εδώ. Όταν φεύγει ο άρχοντας, η αρχόντισσα πρέπει να μένει για να φροντίζει τα πράγματα. Είναι λογικό αυτό. Κάθε μέρα έρχονται κι άλλοι πρόσφυγες. Υπάρχουν διαφωνίες που πρέπει να λυθούν. Α φύγεις κι εσύ, θα είναι χειρότερα απ’ όσο ήταν τότε με τους Τρόλοκ».
Μα ήταν δυνατόν να νομίζει ότι η Φάιλε δεν θα πρόσεχε αυτή την αδέξια αλλαγή θέματος; Είχε ξεκινήσει να λέει ότι θα ήταν επικίνδυνο. Όμως πώς γινόταν αυτό: όταν προσπαθούσε να τη γλιτώσει από κάποιο κίνδυνο, αυτή ένιωθε μια ζεστασιά μέσα της, ενώ ταυτόχρονα άναβε από το θυμό. «Θα κάνουμε ό,τι νομίζεις καλύτερο», του είπε ήρεμα, κι εκείνος ανοιγόκλεισε καχύποπτα τα μάτια, έξυσε το γένι του κι ένευσε.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να τον κάνει να δει τι πραγματικά ήταν καλύτερο. Τουλάχιστον δεν της είχε πει ρητά ότι δεν μπορούσε να πάει. Όταν ο Πέριν μουλάρωνε, πιο εύκολο ήταν να μετακινήσεις σιταποθήκη με τα χέρια παρά να τον μεταπείσεις από την απόφασή του, όμως με λίγη προσοχή μπορούσες να το αποφύγεις. Συνήθως.
Ξαφνικά τον αγκάλιασε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο πλατύ στήθος του. Τα δυνατά του χέρια ίσιωσαν απαλά τα μαλλιά της· μάλλον σκεφτόταν ότι η Φάιλε ανησυχούσε για την αναχώρησή του. Ε, κατά έναν τρόπο, ανησυχούσε. Όχι όμως μήπως έφευγε δίχως αυτήν· ο Πέριν δεν είχε μάθει ακόμα τι σήμαινε να έχεις Σαλδαία γυναίκα. Μια χαρά τα πήγαιναν μακριά από τον Ραντ αλ’Θόρ. Τι ήθελε τώρα ο Αναγεννημένος Δράκοντας από τον Πέριν, τόσο έντονα που ο Πέριν μπορούσε να το νιώσει παρά τις εκατοντάδες λεύγες που τους χώριζαν; Γιατί ήταν τόσο λίγος ο χρόνος; Γιατί; Το πουκάμισο του Πέριν ήταν κολλημένο στο ιδρωμένο στέρνο του κι η αφύσικη ζέστη της φλόγιζε το πρόσωπο, όμως η Φάιλε ανατρίχιασε.
Με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού του, ενώ το άλλο έπαιζε με μια πέτρα στην παλάμη του, ο Γκάγουιν Τράκαντ έκανε άλλη μια περιπολία ανάμεσα στους άνδρες του, ελέγχοντας τις θέσεις τους γύρω από τον δασόφυτο λόφο. Ένας στεγνός, καυτός άνεμος, ο οποίος έφερνε σκόνη από τα ξεραμένα, όλο υψώματα λιβάδια, έκανε τον απλό πράσινο μανδύα που κρεμόταν στην πλάτη του να πεταρίσει. Δεν φαινόταν τίποτα εκτός από ξερό γρασίδι, σκόρπια αλσύλλια και μισομαραμένους θάμνους αραιά εδώ κι κει. Αν εμπλέκονταν σε μάχη εδώ πέρα, θα είχε υπερβολικά μεγάλο μέτωπο να υπερασπιστεί με τους άνδρες που διέθετε. Τους είχε χωρίσει σε πενταμελείς ομάδες πεζών σπαθοφόρων, με τους τοξότες πενήντα βήματα πιο πίσω, πάνω στο λόφο. Άλλοι πενήντα άνδρες περίμεναν με λόγχες κι άλογα κοντά στο στρατόπεδο που ήταν στη ράχη, τους οποίους θα αξιοποιούσε όπου υπήρχε ανάγκη. Ευχήθηκε να μην υπήρχε αυτή η ανάγκη σήμερα.
Στην αρχή τα Παλικαράκια ήταν λιγότερα, όμως η φήμη τους είχε φέρει νεοσύλλεκτους. Οι πρόσθετες δυνάμεις θα ήταν χρήσιμες· κανένας νεοσύλλεκτος δεν επιτρεπόταν να βγει από την Ταρ Βάλον, αν δεν ήταν καλά εκπαιδευμένος. Όχι ότι περίμενε σήμερα ειδικά να πολεμήσουν, αλλά είχε μάθει ότι η μάχη ξεσπούσε συχνότερα όταν ήσουν απροετοίμαστος. Μόνο οι Άες Σεντάι περίμεναν την τελευταία στιγμή για να σου πουν κάτι, όπως αυτό που θα συνέβαινε σήμερα.