«Πάνε όλα καλά;» είπε, σταματώντας πλάι σε μια ομάδα σπαθοφόρων. Παρ’ όλη τη ζέστη, μερικοί φορούσαν τους πράσινους μανδύες με τρόπο ώστε να φαίνεται ο λευκός εφορμών κάπρος του Γκάγουιν, που ήταν κεντημένος στο στήθος.
Ο Τζισάο Χαμόρα ήταν ο νεότερος κι είχε ακόμα ένα αγορίστικο χαμόγελο, αλλά από τους πέντε ήταν ο μόνος που φορούσε τον μικρό ασημένιο πύργο στο γιακά του, κάτι που έδειχνε ότι ήταν βετεράνος της μάχης στον Λευκό Πύργο. Απάντησε, «Όλα καλά, Άρχοντά μου».
Τα Παλικαράκια δικαίως είχαν αυτό το όνομα. Ο Γκάγουιν προσωπικά, λίγα χρόνια μετά τα είκοσί του, ήταν από τους μεγαλύτερους. Ο κανόνας ήταν να μη δέχονται κανέναν, αν είχε υπηρετήσει σε οποιονδήποτε στρατό, αν είχε πάρει όπλα για κάποιον άρχοντα ή αρχόντισσα, ακόμα κι αν είχε δουλέψει ως σωματοφύλακας για έμπορο. Τα πρώτα Παλικαράκια είχαν πάει στον Πύργο όταν ήταν αγόρια και νεαροί, για να εκπαιδευθούν από τους Προμάχους, οι οποίοι ήταν οι καλύτεροι ξιφομάχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές στον κόσμο, και τουλάχιστον ένα μέρος αυτής της παράδοσης συνεχιζόταν, αν και δεν τους εκπαίδευαν Πρόμαχοι πλέον. Η νιότη δεν ήταν μειονέκτημα. Είχαν κάνει μια μικρή τελετή μόλις την περασμένη βδομάδα για τις πρώτες πραγματικές τρίχες αντί για χνούδι που είχε ξυρίσει ο Μπέντζι Ντάλφορ, ο οποίος είχε μια ουλή στο μάγουλο από τη μάχη στον Πύργο. Οι Άες Σεντάι δεν άδειαζαν για να κάνουν Θεραπείες τις μέρες που είχαν ακολουθήσει την καθαίρεση της Σιουάν Σάντσε από Άμερλιν. Μπορεί να ήταν ακόμα Άμερλιν, αν τα Παλικαράκια δεν είχαν στραφεί εναντίον των πρώην δασκάλων τους και δεν τους είχαν νικήσει στους διαδρόμους του Πύργου.
«Υπάρχει λόγος για όλα αυτά, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Χαλ Μόιρ. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος του Τζισάο, κι, όπως πολλοί άλλοι που δεν φορούσαν τον ασημένιο πύργο, λυπόταν που δεν είχε πολεμήσει εκεί. Θα μάθαινε. «Δεν υπάρχει ίχνος Αελίτη».
«Όχι λες;» Δίχως να τη ζυγιάσει, κάτι που θα αποτελούσε προειδοποίηση, ο Γκάγουιν εκσφενδόνισε την πέτρα όσο πιο δυνατά μπορούσε στον μόνο θάμνο που ήταν αρκετά κοντά για να τον χτυπήσει, ένα καχεκτικό φυτό. Ο μόνος ήχος ήταν το θρόισμα των ξερών φύλλων, όμως ο θάμνος κουνήθηκε λιγάκι περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, λες και κάποιος άνδρας βρισκόταν κρυμμένος εκεί και ο οποίος είχε χτυπηθεί σε ευαίσθητο σημείο. Οι νεότεροι αναφώνησαν· ο Τζισάο απλώς χαλάρωσε το σπαθί του. «Ο Αελίτης, Χαλ, μπορεί να κρυφτεί σε μια χαραμάδα στο χώμα που εσύ δεν θα σκόνταφτες καν πάνω της». Όχι ότι ο Γκάγουιν ήξερε για τους Αελίτες κάτι περισσότερο απ’ όσα είχε διαβάσει στα βιβλία, είχε διαβάσει όμως όλα τα βιβλία που είχε βρει στη βιβλιοθήκη του Λευκού Πύργου, γραμμένα από ανθρώπους οι οποίοι είχαν στ’ αλήθεια πολεμήσει μαζί τους, γραμμένα από στρατιώτες που έδειχναν να ξέρουν τι έλεγαν. Ο άνδρας έπρεπε να προετοιμάζει τον εαυτό του για το μέλλον, και φαινόταν ότι το μέλλον του κόσμου ήταν ο πόλεμος, «Αλλά, αν θέλει το Φως, τότε σήμερα δεν θα πολεμήσουμε».
«Άρχοντά μου!» ακούστηκε μια φωνή από τον λόφο, από τον σκοπό που μόλις είχε εντοπίσει κάτι. Τρεις γυναίκες έβγαιναν από ένα αλσύλλιο λίγες εκατοντάδες βήματα πιο πέρα, πλησιάζοντας τον λόφο. Δυτικά· αυτό ήταν έκπληξη. Μα στους Αελίτες άρεσαν οι εκπλήξεις.
Είχε διαβάσει για τις Αελίτισσες που πολεμούσαν στο πλευρό των ανδρών τους, όμως αυτές οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν να πολεμήσουν με τούτα τα ογκώδη σκούρα φουστάνια και τις λευκές μπλούζες. Είχαν επώμια κατεβασμένα στους αγκώνες παρά το λιοπύρι. Από την άλλη μεριά όμως, πώς είχαν φτάσει στο αλσύλλιο χωρίς να φανούν; «Τα μάτια σας τέσσερα, κι όχι πάνω σ’ αυτές», είπε, και μετά παράκουσε ο ίδιος τη διαταγή του κοιτώντας με ενδιαφέρον τις τρεις Σοφές, τις απεσταλμένες του Σάιντο Άελ. Εδώ πέρα δεν μπορούσε να υπάρχει άλλο Άελ.
Προχωρούσαν με ατάραχο βήμα, κάθε άλλο σαν να πλησίαζαν μια μεγάλη ομάδα ενόπλων. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά, ως τη μέση —είχε διαβάσει ότι οι Αελίτες τα έκοβαν κοντά— και τα κρατούσαν πίσω με διπλωμένες μαντίλες. Φορούσαν τόσο πολλά βραχιόλια και μακριά μενταγιόν από χρυσάφι κι ασήμι και φίλντισι, που το λαμπύρισμά τους θα τις πρόδιδε ακόμα κι αν ήταν ένα μίλι μακριά.
Με το κορμί λαμπάδα και το πρόσωπο αγέρωχο, οι τρεις γυναίκες προσπέρασαν τους σπαθοφόρους δίχως να καταδεχτούν να τους κοιτάξουν και πήραν να ανηφορίζουν το λόφο. Αρχηγός τους ήταν μια χρυσομαλλούσα, που τα κορδόνια της φαρδιάς μπλούζας της ήταν λυμένα για να δείξει την άφθονη ηλιοκαμένη επιδερμίδα του ντεκολτέ της. Οι άλλες δύο ήταν γκριζομάλλες, με πρόσωπα σαν αργασμένο πετσί· η πρώτη πρέπει να είχε τα μισά τους χρόνια.