«Δεν θα έλεγα όχι σ’ έναν χορό μαζί της», είπε με θαυμασμό ένα από τα Παλικαράκια όταν οι γυναίκες τούς είχαν προσπεράσει. Ήταν δέκα χρόνια νεότερος από τη χρυσομάλλα.
«Εγώ στη θέση σου δεν θα το έκανα, Άργουιν», είπε ξερά ο Γκάγουιν. «Μπορεί να σε παρεξηγήσει». Είχε διαβάσει ότι οι Αελίτες τη μάχη την έλεγαν «χορό». «Αλλά πέρα απ’ αυτό, θα σου φάει το συκώτι για βραδινό». Είχε δει φευγαλέα τα ανοιχτοπράσινα μάτια της, και ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόσο σκληρό βλέμμα στη ζωή του.
Παρακολούθησε με το βλέμμα τις Σοφές, ώσπου ανηφόρισαν τον λόφο κι έφτασαν εκεί που περίμεναν έξι Άες Σεντάι μαζί με τους Προμάχους τους. Όσες είχαν Προμάχους· δυο από τις Άες Σεντάι ήταν του Κόκκινου Άτζα, κι οι Κόκκινες δεν είχαν Προμάχους. Όταν οι γυναίκες χώθηκαν σε μια ψηλή λευκή σκηνή κι οι Πρόμαχοι στάθηκαν φρουροί ολόγυρα, ο Γκάγουιν συνέχισε την περιπολία του τριγύρω στον λόφο.
Τα Παλικαράκια ήταν σε ετοιμότητα από τη στιγμή που είχαν εξαπλωθεί τα νέα για την άφιξη των Αελιτών, γεγονός που δεν τον ευχαριστούσε. Θα έπρεπε να είναι σε τέτοια ετοιμότητα από πριν. Ακόμα κι από κείνους που δεν έφεραν τον ασημένιο πύργο, οι περισσότεροι είχαν πολεμήσει κι άλλοτε. Ο Ήμον Βάλντα, ο Άρχοντας Ταξιάρχης, που ήταν ο επικεφαλής Λευκομανδίτης, είχε πάρει σχεδόν όλους τους άνδρες του στα δυτικά πάνω από έναν μήνα πριν, όμως οι λιγοστοί που είχαν μείνει πίσω προσπαθούσαν να οργανώσουν τους κλέφτες και τους νταήδες που είχε στρατολογήσει ο Βάλντα. Τουλάχιστον τα Παλικαράκια αυτούς τους είχαν νικήσει. Ο Γκάγουιν δεν ήθελε να αυταπατάται ότι είχαν νικήσει και τον Βάλντα —ο Πύργος είχε κρατήσει τους στρατιώτες του μακριά από τις συγκρούσεις, παρ’ όλο που οι Λευκομανδίτες είχαν πάει εκεί με μόνο σκοπό να δουν τι πλήγμα μπορούσαν να καταφέρουν στον Πύργο— αλλά υποψιαζόταν ότι ο Βάλντα είχε τους δικούς του λόγους για να φύγει. Πιθανότατα είχε λάβει διαταγές από τον Πέντρον Νάιαλ, κι ο Γκάγουιν θα έδινε πολλά για να μάθει τι έλεγαν. Μα το Φως, σιχαινόταν να μην έχει πληροφορίες. Ήταν σαν να ψηλαφούσε στο σκοτάδι.
Η αλήθεια, όπως παραδεχόταν μόνος του, ήταν ότι τον είχε πιάσει εκνευρισμός. Όχι μόνο για τους Αελίτες, για το ότι δεν είχε μάθει γι’ αυτή τη συνάντηση παρά μόνο τώρα το πρωί. Δεν του είχαν πει ούτε πού πήγαιναν, παρά μόνο όταν τον είχε πάρει κατά μέρος η Κόιρεν Σεντάι, η Γκρίζα αδελφή που ήταν επικεφαλής των Άες Σεντάι. Η Ελάιντα ήταν λιγομίλητη κι αλαζονική όταν ήταν σύμβουλος της μητέρας του στο Κάεμλυν· από τότε που είχε ανεβεί στο αξίωμα της Έδρας της Αμερλιν, η παλιά Ελάιντα έμοιαζε ανοιχτή και φιλική σε σύγκριση με την καινούρια. Σίγουρα ένας λόγος που τον είχε πιέσει να ετοιμάσει αυτό το συνοδευτικό απόσπασμα, ήταν για να τον διώξει από την Ταρ Βάλον.
Τα Παλικαράκια είχαν πάρει το μέρος της στις μάχες —η Αίθουσα είχε αφαιρέσει από την παλιά Αμερλιν τη Ράβδο και το Επιτραχήλιό της, κι η απόπειρα απελευθέρωσης της ήταν απλά και ξεκάθαρα εξέγερση εναντίον του νόμου— αλλά ο Γκάγουιν είχε αμφιβολίες για όλες τις Άες Σεντάι πολύ πριν ακούσει να διαβάζονται οι κατηγορίες που βάραιναν τη Σιουάν Σάντσε. Λεγόταν τόσο συχνά ότι κινούσαν τα νήματα κι έκαναν θρόνους να χορεύουν, ώστε ο Γκάγουιν δεν το σκεφτόταν καθόλου, αλλά μετά είχε δει τα νήματα να κινούνται. Για την ακρίβεια, είχε δει το αποτέλεσμα, την αδελφή του την Ηλαίην να «χορεύει», η οποία είχε εξαφανιστεί από μπροστά του κι ίσως να είχε εξαφανιστεί οριστικά. Η Ηλαίην, όπως και μια άλλη. Ο Γκάγουιν είχε πολεμήσει για να μείνει φυλακισμένη η Σιουάν, κι ύστερα είχε αλλάξει γνώμη και την είχε αφήσει να δραπετεύσει. Αν το ανακάλυπτε ποτέ αυτό η Ελάιντα, τότε ακόμα κι η κορώνα της μητέρας του δεν θα του έσωζε τη ζωή.
Έστω κι έτσι, ο Γκάγουιν είχε προτιμήσει να μείνει εκεί, επειδή η μητέρα του ανέκαθεν υποστήριζε τον Πύργο, επειδή η αδελφή του ήθελε να γίνει Άες Σεντάι. Κι επειδή το ίδιο ήθελε και μια άλλη γυναίκα. Η Εγκουέν αλ’Βέρ. Ο Γκάγουιν δεν είχε κανένα δικαίωμα ούτε να τη σκέφτεται καν, όμως αν εγκατέλειπε τον Πύργο θα ήταν σαν να εγκατέλειπε κι εκείνη. Από τέτοιους σαθρούς λόγους επιλέγει ο άνθρωπος τη μοίρα του. Και δεν αλλάζουν, έστω κι αν ξέρει ότι είναι σαθροί.
Κοίταζε με άγριο βλέμμα τα καψαλισμένα ανεμοδαρμένα λιβάδια, καθώς προχωρούσε από το ένα πόστο στο άλλο. Είχε βρεθεί, λοιπόν, εκεί κι ευχόταν να μην αποφάσιζαν οι Αελίτες να επιτεθούν παρά —ή ίσως με αφορμή— τις όποιες συζητήσεις έκαναν οι Σοφές του Σάιντο με την Κόιρεν και τις άλλες. Υποπτευόταν ότι οι Αελίτες διέθεταν αριθμητική υπεροχή, ακόμα κι αν οι Άες Σεντάι βοηθούσαν τα Παλικαράκια. Ο Γκάγουιν ήταν στον δρόμο για την Καιρχίν και δεν ήξερε πώς ένιωθε γι’ αυτό. Η Κόιρεν τον είχε βάλει να ορκιστεί ότι θα κρατούσε κρυφή την αποστολή του, κι έμοιαζε να φοβάται κι η ίδια μ’ αυτά που έλεγε. Και ορθώς φοβόταν. Πάντα έπρεπε να εξετάζεις με προσοχή τα λεγόμενα των Άες Σεντάι —δεν μπορούσαν να πουν ψέματα, αλλά μπορούσαν να κόψουν και να ράψουν την αλήθεια στα μέτρα τους— ακόμα κι έτσι όμως, δεν έβρισκε κρυμμένα μηνύματα. Οι έξι Άες Σεντάι θα πήγαιναν να ζητήσουν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα να τις συνοδεύσει στον Πύργο, μαζί με τα Παλικαράκια, που θα τα διοικούσε ο γιος της Βασίλισσας του Άντορ, ως τιμητικό άγημα. Μόνο ένας λόγος υπήρχε για κάτι τέτοιο, κι η Κόιρεν ήταν τόσο σοκαρισμένη που απλώς τον υπαινισσόταν. Είχε σοκάρει και τον Γκάγουιν. Η Ελάιντα σκόπευε να αναγγείλει στον κόσμο ότι ο Λευκός Πύργος υποστήριζε τον Αναγεννημένο Δράκοντα.