Выбрать главу

Ήταν σχεδόν απίστευτο. Η Ελάιντα ήταν Κόκκινη πριν γίνει Άμερλιν. Οι Κόκκινες μισούσαν ακόμα και την ιδέα ότι υπήρχαν άνδρες που διαβίβαζαν· και γενικότερα, έβλεπαν τους άνδρες με μισό μάτι. Όμως η άλωση της κάποτε απόρθητης Πέτρας του Δακρύου, η οποία είχε εκπληρώσει την προφητεία, έδειχνε ότι ο Ραντ αλ’Θόρ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· ακόμα κι η Ελάιντα έλεγε ότι πλησίαζε η Τελευταία Μάχη. Ο Γκάγουιν δεν μπορούσε να συνδυάσει την εικόνα του τρομαγμένου χωριατόπαιδου που είχε πέσει ουρανοκατέβατο στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν με τον άνδρα για τον οποίο έφταναν φήμες στην Ταρ Βάλον μέσω του ποταμού Ερίνιν. Διαδιδόταν ότι είχε κρεμάσει κάποιους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου κι είχε αφήσει τους Αελίτες να διαγουμίσουν την Πέτρα. Είχε φέρει τους Αελίτες από την άλλη μεριά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου, την οποία είχαν περάσει μόνο για δεύτερη φορά μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, για να αιματοκυλήσουν την Καιρχίν. Μπορεί να έφταιγε η τρέλα. Ο Γκάγουιν κάποτε συμπαθούσε τον Ραντ αλ’Θόρ· λυπόταν για την κατάληξή του.

Όταν ξαναγύρισε στην ομάδα του Τζισάο, κάποιος άλλος είχε προβάλει κι ερχόταν από τα δυτικά, ένας πραματευτής με μαλακό καπέλο, οδηγώντας ένα φορτωμένο μουλάρι με χοντρή κοιλιά. Ερχόταν κατευθείαν στον λόφο· τους είχε δει.

Ο Τζισάο έκανε να κουνηθεί κι έμεινε ξανά ασάλευτος όταν ο Γκάγουιν του άγγιξε το μπράτσο. Ο Γκάγουιν ήξερε τι σκεφτόταν ο άλλος, όμως αν οι Αελίτες αποφάσιζαν να σκοτώσουν αυτόν τον άνθρωπο, τα Παλικαράκια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Η Κόιρεν δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένη, αν ο Γκάγουιν άρχιζε μάχη με τους ανθρώπους με τους οποίους μιλούσε.

Ο πραματευτής προχώρησε ανέμελα, προσπερνώντας τον θάμνο που είχε πετύχει ο Γκάγουιν με την πέτρα. Το μουλάρι άρχισε να βόσκει ανόρεχτα το ξερό χόρτο, καθώς ο άνδρας έβγαζε το καπέλο του, έκανε μια υπόκλιση που απευθυνόταν σε όλους, και σκούπιζε το τραχύ πρόσωπό του με ένα λεκιασμένο μαντίλι. «Το Φως να σας φωτίζει, Άρχοντές μου. Είναι φως-φανάρι ότι είστε καλά οργανωμένοι για ταξίδι σ’ αυτούς τους δεινούς καιρούς, αλλά αν υπάρχει κανένα πραγματάκι που χρειάζεστε, ο γερο-Μιλ Τέσεν μάλλον θα το ’χει στην πραμάτεια του. Και δέκα μίλια να ταξιδέψετε, δεν θα βρείτε καλύτερες τιμές, Άρχοντές μου».

Ο Γκάγουιν ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε ούτε αγρόκτημα πιο κοντά από δέκα μίλια. «Δεινοί καιροί, όντως, Αφέντη Τέσεν. Δεν φοβάσαι τους Αελίτες;»

«Τους Αελίτες, Άρχοντά μου; Όλοι έχουν κατεβεί στην Καιρχίν. Ο γερο-Μιλ μυρίζεται από μακριά τους Αελίτες, ξέρει αυτός. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελε να υπήρχαν Αελίτες εδώ. Βγάζεις κέρδος άμα εμπορεύεσαι μαζί τους. Οι Αελίτες έχουν μπόλικο χρυσάφι. Από την Καιρχίν. Και δεν πειράζουν τους πραματευτές. Όλος ο κόσμος το γνωρίζει».

Ο Γκάγουιν αντιστάθηκε στον πειρασμό να ρωτήσει γιατί άραγε ο πραματευτής κατευθυνόταν προς τον Νότο, αφού ήταν τόσο επικερδές το εμπόριο με τους Αελίτες στην Καιρχίν. «Τι μαντάτα φέρνεις από τον κόσμο, Αφέντη Τέσεν; Εμείς ερχόμαστε από τον Βορρά κι ίσως ξέρεις ειδήσεις που δεν μας πρόφτασαν ακόμα από τον Νότο».

«Α, στον Νότο γίνονται σπουδαία πράγματα, Άρχοντά μου. Θα έχεις ακούσει για την Καιρχίν, ε; Για εκείνον που αυτοαποκαλείται Δράκοντας και τα λοιπά;» Ο Γκάγουιν ένευσε κι ο πραματευτής συνέχισε. «Τώρα, που λες, κατέλαβε το Αντορ. Το μεγαλύτερο κομμάτι. Η βασίλισσά τους είναι νεκρή. Μερικοί λένε ότι θα κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο πριν—» Όταν ο πραματευτής σταμάτησε να μιλά, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγούλα, τότε μόνο κατάλαβε ο Γκάγουιν ότι τον είχε πιάσει από τα πέτα.

«Η Βασίλισσα Μοργκέις είναι νεκρή; Μίλα, άνθρωπέ μου! Γρήγορα!»

Ο Τέσεν κοίταξε δεξιά κι αριστερά αναζητώντας βοήθεια, αλλά μίλησε, και γρήγορα. «Έτσι λένε, Άρχοντά μου. Ο γερο-Μιλ δεν ξέρει, αλλά έτσι νομίζει. Όλοι το λένε, Άρχοντά μου. Όλοι λένε πως το έκανε ο Δράκοντας. Άρχοντά μου; Ο λαιμός του γερο-Μιλ, Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!»