Ο Γκάγουιν τράβηξε απότομα τα χέρια του σαν να είχε καεί. Ένιωθε να πυρώνει μέσα του. Ήθελε να ’χε άλλου το λαιμό στα χέρια του. «Η Κόρη-Διάδοχος. Υπάρχουν νέα για την Κόρη-Διάδοχο, την Ηλαίην;»
Ο Τέσεν έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω μόλις ελευθερώθηκε. «Όχι, απ’ όσο ξέρει ο γερο-Μιλ, Άρχοντά μου. Κάποιοι λένε ότι είναι κι αυτή νεκρή. Κάποιοι λένε ότι τη σκότωσε εκείνος, όμως ο γέρο-Μιλ δεν ξέρει στα σίγουρα».
Ο Γκάγουιν ένευσε αργά. Οι σκέψεις του έμοιαζαν να ανηφορίζουν από τον πάτο ενός πηγαδιού. Να δώσω το αίμα μου για να μη κυλήσει το δικό της· να δώσω τη ζωή μου για να σώσω τη δική της. «Σ’ ευχαριστώ, Αφέντη Τέσεν. Είναι...» Να δώσω το αίμα μου για να μη κυλήσει το δικό της... Ήταν ο όρκος που είχε δώσει μικρός, όταν μόλις που έφτανε να κοιτάξει στην κούνια της Ηλαίην. «Μπορείς να πουλήσεις την πραμάτεια σου στους... Ίσως κάποιοι άνδρες μου χρειάζονται...» Ο Γκάρεθ Μπράυν του είχε εξηγήσει τι σήμαιναν τα λόγια που δεν καταλάβαινε, αλλά ήδη από τότε ήξερε ότι έπρεπε να κρατήσει αυτόν τον όρκο, ακόμα κι αν αποτύγχανε στα πάντα στη ζωή του. Ο Τζισάο κι οι άλλοι τον κοίταζαν ανήσυχα. «Περιποιηθείτε τον πραματευτή», είπε απότομα στον Τζισάο και γύρισε να φύγει.
Η μητέρα του ήταν νεκρή, η Ηλαίην το ίδιο. Ήταν απλώς φήμες, αλλά μερικές φορές οι φήμες που ήταν στα χείλη όλων αποδεικνύονταν αληθινές. Προχώρησε πεντ’ έξι βήματα ανεβαίνοντας προς το στρατόπεδο των Άες Σεντάι και μετά κατάλαβε τι έκανε. Τα χέρια του τον πονούσαν. Μόνο όταν τα κοίταξε, συνειδητοποίησε ότι πονούσαν επειδή έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του, και τα βίασε να ανοίξουν. Η Κόιρεν κι οι άλλες σκόπευαν να πάνε τον Ραντ αλ’Θόρ στην Ταρ Βάλον, αλλά αν ήταν νεκρή η μητέρα του... κι η Ηλαίην. Αν ήταν νεκρές, τότε θα έβλεπε αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας μπορούσε να ζήσει με ένα σπαθί στην καρδιά!
Η Κατερίνε Αλρούντιν έστρωσε το επώμιό της με τα κόκκινα κρόσσια και σηκώθηκε από τα μαξιλαράκια μαζί με τις άλλες γυναίκες εκεί στη σκηνή. Παραλίγο να ξεφυσήσει όταν η Κόιρεν, παχουλή και στομφώδης, ανήγγειλε, «Όπως έχει συμφωνηθεί, έτσι θα γίνει». Ήταν μια συνάντηση με αγρίους, όχι η κατάληξη μιας συμφωνίας μεταξύ του Λευκού Πύργου και κάποιου ηγέτη.
Οι Αελίτισσες δεν έδειξαν καμία αντίδραση, καμία έκφραση, ακριβώς όπως όταν είχαν έρθει. Αυτό της είχε προκαλέσει κάποια έκπληξη· οι βασίλισσες κι οι βασιλιάδες πρόδιδαν τα συναισθήματά τους όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με δυο-τρεις Άες Σεντάι, πόσω μάλλον με έξι· αυτά τα βάρβαρα αγρίμια τώρα κανονικά θα έπρεπε να τρέμουν. Για την ακρίβεια, δεν είχαν δείξει σχεδόν καμία αντίδραση. Η αρχηγός τους —το όνομά της ήταν Σεβάνα κι υπήρχαν κάτι σαχλαμάρες για «σέπτες» και «Σάιντο Άελ» και «σοφές»— είπε, «Είμαστε σύμφωνες, αρκεί να δω το πρόσωπό του». Είχε σαρκώδη χείλη και φορούσε μία μπλούζα λυτή για να προσελκύει τα ανδρικά βλέμματα· το ότι οι Αελίτες είχαν διαλέξει κάποια σαν αυτή να τους οδηγεί, έδειχνε πόσο καθυστερημένοι ήταν. «Θέλω να τον δω και θέλω να με δει όταν ηττηθεί. Μόνο έτσι θα συμμαχήσει ο Πύργος σας με το Σάιντο».
Η υποψία της αδημονίας στη φωνή της έκανε την Κατερίνε να κρατηθεί για να μη γελάσει. Σοφή; Αυτή η Σεβάνα ήταν ανόητη. Ο Λευκός Πύργος δεν είχε συμμάχους· υπήρχαν αυτοί που υπηρετούσαν πρόθυμα τους σκοπούς του, κι εκείνοι που υπηρετούσαν απρόθυμα, κανείς άλλος.
Οι άκρες του στόματος της Κόιρεν σφίχτηκαν λιγάκι, κάτι που έδειχνε την ενόχληση της. Η Γκρίζα ήταν καλή διαπραγματεύτρια, αλλά της άρεσε να γίνονται όλα μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, και κάθε βήμα να πατά εκεί που ήταν προσχεδιασμένο. «Δίχως αμφιβολία, οι υπηρεσίες σας αξίζουν όσα ζητείτε».
Μία από τις γκριζομάλλες Αελίτισσες —η Τάρβα, κάπως έτσι— στένεψε τα μάτια της, αλλά η Σεβάνα ένευσε, έχοντας ερμηνεύσει τα λόγια της Κόιρεν με τον τρόπο που ήθελε η Άες Σεντάι.
Η Κόιρεν πήγε να συνοδεύσει τις Αελίτισσες ως τα ριζά του λόφου, μαζί με την Έριαν, μια Πράσινη, και τη Νεσούνε, μια Καφέ, και τους πέντε Προμάχους που είχαν συνολικά οι τρεις τους. Η Κατερίνε έφτασε ως τα δένδρα για να δει πιο πέρα. Όταν είχαν έρθει οι Αελίτισσες, τους είχε επιτραπεί να έρθουν μόνες, ως ικέτισσες, τώρα όμως τις ξεπροβόδιζαν με όλες τις τιμές για να πιστέψουν ότι ήταν στ’ αλήθεια φίλοι και σύμμαχοι. Η Κατερίνε αναρωτήθηκε αν οι Αελίτισσες ήταν αρκετά πολιτισμένες ώστε να αντιλαμβάνονται αυτές τις λεπτές διαφορές.
Εκεί κάτω βρισκόταν ο Γκάγουιν, καθισμένος σε έναν βράχο, κοιτάζοντας τα λιβάδια. Τι θα σκεφτόταν, άραγε, ο νεαρός, αν μάθαινε ότι είχαν στείλει εκεί τον ίδιο και τα παιδαρέλια του μόνο και μόνο για να τους διώξουν από την Ταρ Βάλον; Ούτε η Ελάιντα, ούτε η Αίθουσα ήθελαν να έχουν τριγύρω τους ένα κοπάδι λύκων που αρνούνταν να δεχτούν λουρί. Ίσως μπορούσαν να αναθέσουν στο Σάιντο να λύσει το πρόβλημα. Κάτι τέτοιο είχε υπαινιχθεί η Ελάιντα. Έτσι, ο θάνατός του δεν θα είχε συνέπειες από τη μητέρα του σε βάρος του Πύργου.